Τρίτη 1 Απριλίου 2008

τέλος μιας εποχής


από το πουθενά και εντελώς τυχαία έφτασαν στα αυτιά μου τα νέα για το θάνατο του Τζούλη. του Ζυλ Ντασέν. ξαφνικά και απροσδόκητα. μου ήταν εντελώς αδύνατο να πιστέψω ποτέ ότι αυτός ο άνθρωπος θα μπορούσε ποτέ να πεθάνει. γιατί ήταν δυνατός και γενναίος και γελαστός πιο πολύ από όλους τους άλλους. πιο έλληνας από όλους τους Έλληνες. και το είχε πει, το είχε πει ότι ο Απρίλης είναι κακός μήνας για την Ελλάδα. άρα και για αυτόν. απίστευτο κρίμα. απίστευτη λύση. ήταν ονειρο ζωής για μένα να τον συναντήσω μια φορά και να του σφίξω το χέρι. γιατί μου είχε δώσει πολλά. ήταν ένα σύμβολο. όχι είδωλο. ένα σύμβολο μιας εποχής μακρινής και οικείας, μιας αθώας εποχής που καταλάβαινες που πρέπει να είσαι και πού πρέπει να πολεμησεις. μιας εποχής που ποτέ δεν έζησα και πάντα τη θεωρούσα κομμάτι μου. μέσα από τις ιστορίες της Μελίνας, που τις λέει πιο όμορφα από κάθε γιαγιά, μάθαινα για την Ελλάδα του 50 για το παρίσι για τον τζούλη για όλα τα όμορφα πράγματα της πιο άσχημης εποχής που πέρασε αυτή η χώρα. δεν ξέρω ποιο είναι αυτό το χάρισμα που απαιτείται για να βλέπει κανείς μόνο τα όμορφα πράγματα σε έναν τόπο, και να αφήνει όλα τα άσχημα από έξω. γιατί αυτό έκαναν. τόσο όμορφα και τόσο ζωντανα που για μένα αυτά τα χρόνια φάνταζαν σαν παραμύθι. η μουσική του θοδωράκη, το κρητικό φαί και η φιλοξενία, τα παλιά αμάξια στους τότε χωματόδρομους της Αθήνας, το θέατρο και η αναγέννησή του, τα κείμενα, τα λόγια, οι άνθρωποι, ηθοποιοί τραγουδιστές πολιτικοί. όλα. το παρίσι και τα γαλλικά που μάθαιναν όλοι. άνθρωποι του χώρου. άνθρωποι όμορφοι. παραδέχομαι μια μικρή θεοποίηση της εποχής αυτής από μέρους μου αλλά ήταν αδύνατο να μην το κάνω γιατί το ήθελα. ζήλευα τη ζωή τους, την εποχή τους, ζήλευα τα κινήματά τους, ζήλευα τις ιδέες τους. αλλά αυτοί οι άνθρωποι σιγά σιγά φεύγουν και δε μένει κανείς να αναβιώσει αυτό που τόσο ζητούσα. για λίγο να μείνω εκεί. να ακούσω τις ιστορίες τους. ο θοδωράκης στέκει ακόμη. όρθιος, γίγαντας, αεικίνητος και πράος όπως τον ξέρω από τις ιστορίες. ο μάνος χάθηκε, και η μελίνα μαζί του. αυτό ήταν το πιο περίεργο. ήμουν 7 χρονών τότε όταν την είδα στην τηλεόραση να αποχαιρετά τους δικούς της για να μπει σε ένα αεροπλάνο που έφυγε στην αμερική για μια εγχείρηση. ήμουν μικρή αλλά είδα στα μάτια της από τη μια την ελπίδα ότι θα ζήσει και από την άλλη τη γνώση και την ετοιμότητα που είχε ξέροντας ότι θα πεθάνει. και την αγάπησα αμέσως γιατί είχε τόσο πείσμα και έμοιαζε τόσο πολύ στη μαμά μου. από τότε πίστευα ότι αν είσαι μεγάλος και αν η ζωή σου έχει δώσει κάτι σε άλλους ανθρώπους πεθαίνεις πετώντας. όχι με αεροπλάνο βέβαια αλλά πετώντας. δεν ξαναγύρισε. και αύριο θα κοιμηθεί και ο τζούλης μαζί της. όπως αξίζουν ο ένας να μένει έτσι δίπλα στον άλλον. γιατί ποτέ δεν έχω δει δύο ανθρώπους να ταιριάζουν τόσο πολύ μεταξύ τους. ποτέ δεν έχω ποθήσει με τόσο πείσμα τη ζωή κανενός. ποτέ δε μου είπε κανείς ιστορίες σαν κι αυτές που έλεγε η μελίνα για το τζούλη, αυτές που μου γέμιζαν την καρδιά. και ποτέ κανείς δε θα μπορέσει να με κάνει να νιώσω σα να ζω σε αυτή την εποχή που τόσο πολύ χαρακτήρισαν μέσα μου αυτοί οι δύο. μια εποχή μακρινή και οικεία μια εποχή που αγαπώ και ποτέ δεν έζησα. αντίο τζούλη, αντίο μελίνα. σας αγαπώ και σας θυμάμαι. και αυτή εποχή σβήνει μαζί σας.

το μόνο που μπορώ πλέον είναι να βλέπω ξεθωριασμένες συνεντεύξεις στο youtube και να διαβάζω ξανά και ξανά τα απομνημονεύματά της. όμως αυτή η σκιά και η λάμψη του 60 έχει μείνει και έχει περάσει ακόμη και σε μας. την καινούρια γενιά, αυτή που υποτίθεται ότι θα αλλάξει τον κόσμο. πφ!