Παρασκευή 12 Φεβρουαρίου 2010

bye bye


καλό ταξίδι παιδιά.
ήδη έχουν αρχίσει όλοι ένας ένας να φεύγουν αριστερά και δεξια, ο κόσμος είναι μικρός, δε χανόμαστε. με σχοινιά ελαστικά. ο καθένας μόνος του απο δω και μπρος. σαν τέλος σεζόν μου κάνει αυτό και εγώ ξέρω ότι στο τέλος κάθε σεζόν όλοι πηγαίνουν στις παραλίες, χειμώνα ή καλοκαίρι, αγκαλιάζονται, γελάνε, ξεχνάν τις ατάκες τους παίζει κάποιο χαρούμενο νοσταλγικό τραγούδι και σιγά σιγά πέφτουν οι τίτλοι. δε γαμιέται. και του χρόνου εδώ θα μαστε κ έχουμε και συνέχεια. δεν είναι λοιπον τέλος σεζόν γιατί τα μισά μείναν ανοιχτά. ρεπό είναι. διάλειμα.
και δε γαμεί!? αυτό δεν είναι κ τίποτα. είναι το αποχαιρετιστήριο που σας χρωστάω. καλό ταξίδι, και εδώ γύρω είμαστε όλοι. cusoon!

Τρίτη 9 Φεβρουαρίου 2010

χαιρετίσματα στο θείο

...[για όποιον έχει ζήσει στη ζούγκλα, οι όχθες του Αμαζονίου είναι σωστός πολιτισμός. στις βραζιλιάνικες π΄΄ολεις όπως η Μπελέμ ντο Παρά, η Παριντίς, η Σανταρέμ, το Μανάους, στην κολομβιανή Λετίσια ή στην Περουβιανή Ικίτος αλά και σε άλλες παρόχθιες πόλεις, υπάρχει ηλεκτρικό, αυτοκίνητα, σκατς, τσίχλες Adams. αλλά αν κανείς απομακρυνθεί πεντακόσια χιλιόμετρα από κάποιο παραπόταμο του Αμαζονίου, αλλάζει το πράγμα. Για να φτάσεις σε τέτοια μέρη χρειάζεται να ταξιδέψεις κάμποσες μέρες με μηχανοκίνητες βάρκες ως εκεί που επιτρέπουν οι καταράκτες του ποταμού. έπειτα με κανό, για εβδομάδες ολόκληρες, διασχίζοντας ελώδη εδάφη, κατοικημένα από ανωφελή κουνούπια, επιθετικούς ινδιάνους, θηρία, φίδια και τη θερμοκρασία σταθερή σους 38 βαθμούς, σε συνδυασμό με υψηλότατη ατμοσφαιρική υγρασία.
Πρέπει να είσαι άντρας βαρβάτος για να ζήσεις έξι μήνες σ' ένα γαρίμπο* στον Ανω Ταπαζός.
ο γαριμπέιρο δε χρησιμοποιεί κουνουπιέρα. κοιμάται ντυμένος με μακρυμάνικο πουκάμισο, κουμπωμένος ως το λαιμό και αν δεν έχει γάντια, ορά δύο ζευγάρια κάλτσες, σε κάθε πόδι και σε κάθε χέρι. πρέπει να τυλίξει το κεφάλι μ' ένα πανί που να του προστατεύει το πρόσωπο. όλα αυτά επειδή το τούλι της κουνουπιέρας δεν κάνει τίποτα εκεί που κατοικοεδρεύει το πιούμ, μικροσκοπικό αιμοβόρο δίπτερο που διαπερνά και το πιο σφιχτοπλεγμένο τούλι. όταν το πιουμ ρουφά το αίμα, αφήνει έαν κόκκινο εκέ στην επιδερμίδα. κόκκινο από το φρέσκο αίμα, που όταν πήξει, γίνεται κατάμαυρο. και έπειτα από δύο εβδομάδες, χιλιάδες τσιμπήματα αφήνουν πάνω στο δέρμα ένα μαύρο κάκαδο, με όψη αηδιαστική. να γιατί πρέπει να κοιμάται κανείς με γάντια σε χέρια και πόδια.
έπειτα από μια νύχτα στην αιώρα, συντροφιά με τα κουνούπια και τα πιούμ, τον γαριμπέιρο τον περιμένει ο κασμάς και το φτυάρι στην καυτή ζούγκλα. η δουλειά του είναι να εκτρέψει τη ροή ενός μικρού ρυακιού και να σκαλίσει τη χρυσοφόρο λάσπη στην κοίτη του. πρέπει να τη φτυαρίσει και να την κοσκινίσει μ' ένα πρωτόγονο ξύλινο κόσκινο, όπου βάζει κάμποσα δίχτυα διαφορετικού διαμετρήματος. με τη βοήθεια νερού που πέφτει από ψηλά, χωρίζει διαδοχικά τις πέτρες, τη χοντρή άμμο, την ψιλή και την πιο ψιλή, ώστπου στο τέλος με τη σκάφη στο χέρι, κάνει το υγρό να χορεύει έναν κυκλικό χορό, και με τη φυγόκεντρο δύναμη διαχωρίζει τον χρυσο από τις προσμίξεις της άμμου.
και για να φτυαρίζεις άμμο όλη την ημέρα μέσα στον ατμό του ισημερινού που κόβεται με το μαχαίρι και να τρέφεσαι σχεδόν αποκλειστικά με αλεύρι αό μαντιόκα, πρέπει να είσαι άντρας νταβραντισμένος.
η μοναδική ανάπαυλα στη ζούγκλα είναι οι θέρμες. όταν φτάνουν, ο γαριμπέιρο ξαπλώνει στην αιώρα του για μια-δυο μέρες, δίχως να τρώει τίποτα γιατί ξερνάει ως και το νερό που πίνει. έπειτα αδυνατισμένος από τον πυρετό και τη νηστεία, κίτρινος, με τα μάτια κατακόκκινα από το αίμα, ο γαριμπέιρο φτύνει στις χούφτες του, δοξάζει το Θεό και πιάνει πάλι κασμά και φτυάρι.
το μοναδικό του ξεφάντωμα είναι τα βράδια του Σαββάτου. τότε, ο γαριμπέιρο πίνει, καυγαδίζει, σκοτώνει, πεθαίνει. και δεν είναι διόλου πρέπον να αποφεύγει τον οικισμό τα σαββατόβραδα. να μην πιει ή να μείνει στο γαρίμπο δεν είναι αντρίκεια πράγματα. κι αυτός που δε φέρεται αντρίκεια θα υποστεί εξευτελισμούς.
ναι. στα γαρίμπο πρέπει να είσαι άντρας με αρχίδια. κι ο πιλότος Μοασίρ δε Ολιβέιρα Νέτο διέθετε αυτό το προσόν.]...

[στη γλώσσω των γαριμπέιρο, "σφαλίζω" ένα καμπαρέ σημαίνει κλείνω τις πόρτες, ώστε κανείς να μην μπορεί να βγει. όποιος μπει μέσα ξέρει πως πρέπει να πιει μέχρι να καταρρεύσει στην υγειά του "σφαλιστή". στο αποκορύφωμα του γλεντιού, ο σφαλιστής αρχίζει τη σκοποβολή με τα χρωματιστά λαμπιόνια ή τα μπουκάλια στα ράφια, ενώ η ευνοούμενη της στιγμής πανηγυρίζει τις επιτυχίες του με ξεκαρδίσματα και με το χέρι της να ψαχουλεύει μέσα στο σώβρακο.
σ' ένα καλό σφάλισμα συνήθως υπάρχουν προκλήσεις, ξεκαθαρίσματα παλιών λογαριασμών μέχρι και ρώσικη ρουλέτα.
στα γαρίμπο, ο Ζε Μπονιτίνιο γνώρισε τους κανόντες της ζούγκλας και τους έκανε δικούς του. "ο χρυσός δεν αγαπά τον τσιγκούνη". όποιος δεν έχει αρχίδια να ξοδέψει σ' ένα και μόνο ξεφάντωμα το χρήμα που κέρδισε όλη την περίοδο, όποιος δεν έχει αρχίδια να κλείσει ένα καμπαρέ και δεν τολμάει να εξευτελίσει και να σπαταλήσει το χρυσάφι, ε, αυτός ποτέ δε θα έχει τυχη στα γαρίμπο. "O ouro nao quer homem tacanho", "ο χρυσός δε θέλει τον τσιγγούνη"
οι καλύτεροι χρυσοθήρες του Ταπαζός έμεναν στους πρόποδες στης Σέρα ντο Κατσίμπο, όπου ζούσαν οι πιο επιθετικοί ινδιάνοι. στα τριάντα του, ο Ζε, έπειτα από πέντε χρόνια στη φυτεία του καουτσούκ και εφτά στα γαρίμπο, αφού είχε σφαλίσει οικισμούς ολάκερους και είχε ανταλλάξει πιστολιές με τους σκληρότερους τύπους του Ουρουρού, αφού είχε παίξει δύο ρώσικες ρουλέτες (οι νεκροί στην μπάντα, να συνεχιστεί η σάμπα και ο χορός), έπειτα απ' όσα είχε περάσει σε τούτη τη ζωή, δε φοβόταν πια ούτε θεούς ούτε δαίμονες, δε φοβόταν κανέναν ινδιάνο ΄σο άγριος κι αν ήταν. συνάμα, γνώριζε κάμποσα ξόρκια για να αντιμετωπίζει τις αναποδιές...]

Daniel Chavarria- χαιρετισματα στο θείο


τα ποτήρια

λιακαδα. που σημαίνει πολλά πράγματα. θα μείνω στο πρώτο πράγμα που σημαίνει η λιακάδα, μόλις ξυπνάς. όχι θα πάμε βόλτα, αυτό είναι το δεύτερο. το πρώτο είναι , θα πιω φραπε. θα μείνω σε αυτό με χαρακτηριστική ποιότητα εμμονής. θα πιω φραπε στη λιακάδα σημαίνει ότι όταν πιω τον πρώτο για να ξυπνήσω θα πιω τον δεύτερο για να τον απολαύσω. ετσι λοιπόν ο πρώτος αδειάζει με το πρώτο τηλεφώνημα και σιγά σιγά μαζεύω το κουράγιο που απαιτείται για τέτοιου είδους αγγαρείες, να φτιάξω τον δεύτερο. προς μεγάλη μου έκπληξη όμως τα δαχτυλά μου σαν καινούριοι νεύτωνες ανακαλύπτουν πως το ποτήρι είναι πολύ βαρύτερο από ότι θα περίμεναν, και δη το άδειο ποτήρι! αργά βήματα για κουζίνα, πατ, πατ ή μάλλον πλαφ πλάφ, γιατί παρά τη λιακάδα, ακόμη φοράμε βαριες παντόφλες το κερατό μου. πλαφ και συνειδητοποίηση. γιατί είναι βαρύ το ποτήρι?
γιατί είναι γυάλινο, πλαφ πλάφ
μα πάντα γυάλινα δεν ήταν τα ποτήρια του καφέ? πλαφ
γυάλινα τα ξεκίνησες μαράκι αλλά λίγο λίγο και στην πορεία, πλαφ, έγιναν πλαστικά και μετά φελιζολένια. πλαφ ποτήρια πολυτεχνείου, του κηλικείου, πλαφ, των αναρχικών, 50 λεπτά ο καφές, με καλαμάκι και σκεπασμένος με πλαστικό προφυλακτικό για να μην λούζεσαι, και καλαμάκι που πάντα κάνει τον ανατριχιαστικό θόρυβο όταν στρίβει και μπαινοβγαίνει στην άτσαλη και σφιχτή του πλαστική καπότα με τα τέσσερα αυτά γνώριμα δόντια, με τη ζάχαρη στον πάτω χριτσι χρίτσι, με το χρυσο κανόνα του καφέ, ρουφάς πάντα δύο εκατοστά πάνω από τον πάτο.πλαφ πλαφ
γεμίζω με καφέ ξανά
και να αδερφε μου που μάθαμε να κουβεντιάζουμε ήσυχα ήσυχα ήσυχα κι απλά
και να αδερφε μου που μάθαμε να κουβεντιάζουμε ήσυχα ήσυχα ήσυχα κι απλά
καταλαβαινομαστε τώρα, δε χρειάζονται περσοτερα.
συμπληρώνω με ζάχαρη

και τι καταλαβαίνουμε από ολα αυτά? ότι οι καφέδες είναι για το χέρι, μόνο για το χέρι. για το δρόμο, για το διάβασμα, για την παρέα. βγάζω το καλαμάκι με τους κόκκους του καινούριου καφέ πάνω του.
και ο φραπές μόνος του στο σπίτι μόνο με λιακάδα, είναι κάτι ξένο για τα δαχτυλά μου.
και πες μου εσύ. τι σου λεει αυτή η διαφορά ανάμεσα στα ποτήρια τα γυάλινα και τα πλαστικά?τζτζτχρτσφλλλρρρρτ λυσσαει το χτυπητήρι, πόσο διαφορετικό ήχο κάνει στο γυάλινο από τον ήχο που κάνει στο πλαστικό!! γιατί το πλαστικό ποτήρι με το φραπέ μέσα, κυρίως δηλαδή η έλλειψή του αυτό το ηλιόλουστο μεσημέρι που θα μου φέρει τις αλκυονίδες λίγο λίγο, μου μύρισε καλοκαίρι, θάλασσα, πλαφ πίσω για γραφείο, τη μυρωδιά του ξεραμένου φραπέ στα δάχτυλα, στα πηγούνια, την καρπουζοχαρά, το περπάτημα στην παραλία, το φεστιβάλ ντοκιμαντέρ, τα κοντομάνικα, τα καλσόν που παναγία μου να εξαφανίζονταν, τη μυρωδιά της σκηνής που έχει ένα χρόνο να ανοίξει, τα απόνερα του πλοίου, την αναγούλα της θάλασσας πάνω κάτω, τα σπλεντιντ στα τρένα, πλαφ, το βάρος του σάκου στον ώμο, τις ηλίθιες σακούλες του άγγελου!, την απαίσια μυρωδιά ακατέργαστου πετρελαίου του καινούριου φουσκωτού στρώματος, η αίσθηση των πελμάτων που καίνε και πέφτουν σε κρύο νερό, το ξεφλούδισμα. πραφ βαριά στην καρέκλα.
φλσσστ, πρώτη ρουφηξιά από τον καινούριο καφέ.
όχι όχι όχι,ΟΧΙ!. σηκώνομαι παίρνω και τον καινούριο καφέ μαζί. πάω κουζίνα, ψάχνω ντουλάπια συρτάρια. να το! ήμουν σίγουρη πως θα υπήρχε έστω και ένα, είναι τοσο πολύτιμα, και έχουν μείνει εδω, από πότε? από το πάρτυ του γιώργου? όχι όχι, από τον πάγκο με τους καφέδες στη βλάστη. ναι, έχουν ακόμα χώματα πάνω, ναι. ώ ωραία χώματα μες στο συρτάρι μου!, βγάζω ένα. γκλουγκλουφτ! αναδιάταξη.

εγώ θα πιω τον καφέ μου σε πλαστικό σήμερα και μόνο και μόνο για αυτό, αγαπάω τη σημερινή λιακάδα.

Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2010

ακόμη μετράει αντίστροφα


απο το πρωί έβρεχε και αυτό δεν ήταν καθόλου καλός οιωνός. μα φυσικά και θα βρεχε! τι θα κανε? όταν οι μέρες βγαίνουν τόσο άδοξα το ξέρεις ότι το πρωί θα βρέχει. και χωρίς αέρα. στατικά. επίσης το τηλέφωνο δε χτύπησε καθόλου, ησυχία, καιρό είχαμε να δούμε αλλά αυτή η σιγή τηλεφώνου επίσης δεν ήταν καλός οιωνός. το πάπλωμα έπεσε βαρύ για σήμερα και μας πήρε το μεσημέρι. τα νεύρα βγήκαν στο νεροχύτη, έλαμψε ο πούστης, σε τέσσερα πλυντήρια, στο γρήγορο πρόγραμμα, σε καθάρισμα και σε φαγάκι μπόλικο. από αυτό που όταν τρώω δεν είναι να με βλέπει άνθρωπος. γύρος με σαλάτα μαρούλι, όλα μαζί αχταρμά?! ε ναι!
κατάφερα είδα δύο επεισοδιάκια που χρωστούσα από το δεκέμβρη. το τηλέφωνο δεν το πιασα στα χέρια μου, μια υποβόσκουσα αγωνία όλη μέρα, που ευτυχώς ξέσπασε σε νεύρα και ψιλοεκτονώθηκε.
μα ότι και να γίνει όλη μέρα γύρναγε στο κεφάλι μου ένα τραγούδι. εντελώς μηχανικά το ποντίκι μπήκε στο αυτόματο και άκουσα την εισαγωγή που ήθελα. ο τρελός τσιγγάνος όλη μέρα στοίχειωνε το σπίτι. άστον να παίζει τώρα, μπας και θα μου λύσει αυτός το κουβάρι.
οι μέρες οι αντίστροφες μετράν ακόμα. τελειώνουν τα χρονικά περιθώρια λίγο λίγο
μυαλό ακόμη δεν έβαλα, απόφαση ακόμη δεν πήρα, κι οταν δεν μπορώ εγώ να αποφασίσω, περιμένω να αποφασίσει η ζωή για μένα, κι αυτή η σκρόφα είπε να κάνει διάλειμα τώρα. ότι θέλει ας κάνει. δεν πάει και τίποτα χαμένο... όλα κάτω από το μαξιλάρι καταλήγουν και άμα πάω να ξαπλώσω αντηχούν και μου σπαν τα νεύρα. όχι όχι. δεν είναι μαξιλάρι αυτό. πηγάδι με τρελή ηχώ είναι που άλλα της λες και άλλα αντιλέει. τρελή ηχώ!
της ηχούς τα καμώματα λοιπον με φέραν εδώ, άλλο μπαλάκι να πετάς στον τοίχο και άλλο να σου ρχεται πίσω. κάθε άνθρωπος έχει πάνω από τρεις διαστάσεις και το μαξιλάρι μου χωράει τα πάντα. κι οι μέρες ας μετράν όσο θέλουν.

Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου 2010

freedom writers diaries



πάντα οι αληθινές ιστορίες μου φαίνονταν μισές. συνήθως στερούνταν φαντασίας και έμπνευσης. και μία αληθινή ιστορία ποτέ δε με συντάραξε μόνο με το προσόν του να είναι αληθινή. αληθινή ή ψεύτικη για μένα είναι το ίδιο και χτυπάει ακριβώς στα ίδια νεύρα. ταινίες, βιβλία, παραμύθια, ιστορία, μυθολογία, περσινές φάσεις από το καλοκαίρι, ιστορίες φίλων, γονιών, από το στρατο, από τη χούντα. όλες επεξεργάζονται ακριβώς από το ίδιο μέρος εγκεφάλου. χωρίς διαφοροποίηση ή ιστορικό ρατσιμό. νέα έννοια

freedom writers λοιπόν. τόσο αληθινή που δε χρειάστηκε τίποτε περισσότερο για να τη γουστάρω. αφιερωμενη σε όσους δεν πίστεψαν στην ελπίδα, σε όσους δεν πιστεύουν ότι ο κόσμος μπορεί να αλλάξει, αφιερωμένη σε όσους πιστεύουν ότι τα ταλέντα των ανθρώπων περιορίζονται στις δουλειές τους, αφιερωμένη σε όσους φοβήθηκαν τις ζωές τους και λάκισαν.
freedom writers. ποτέ ο κύκλος των χαμένων ποιητών δεν ήταν τόσο άμεσος. δεν ήταν τόσο πρακτικός. δε διαμορφωνε ζωές με τέτοιο τρόπο. μέτρησε. ακούμπησε. πλαστική παραμόρφωση. καθόλου άσχημα.
freedom writers. ο κόσμος είναι ένα τρομακτικό μέρος, αλλά σε έναν άνθρωπο που μπορεί και τον σέβεται, είναι απλώς ένα κουβάρι για ξετύλιγμα.

βαρύς χειμώνας τρύπιο πάπλωμα


είναι απίστευτο πώς μέσα στο καταχείμωνο μπορώ κ κυκλοφορώ με ένα παλτουδάκι. και αλήθεια ρε φίλε! κρύο δεν ένιωσα! φυσούσε ο βρεγμένος ο βαρδάρης κόντρα και σήκωνα το κεφάλι μου για να πάρει αέρα! και γούσταρα. τα δάχτυλα μου μούδιαζαν και τα νεύρα τραβιόντουσαν. και γούσταρα. και ψυχικά και σωματικά μη σου πω. απόδειξη! τα χέρια μου δεν έσκασαν ουτε στιγμή και τα χείλια μου μπορεί να κάηκαν αλλά δεν άνοιξαν. γούσταραν όλα.
αλλά για να κοιμηθώ το βράδυ πρέπει να βάλω το πιστολακι κάτω από το πάπλωμα να κάψει τα σεντόνια μέχρι να κάνει τσαφ κ να σβήσει.
βαρύς χειμώνας. τρύπιο πάπλωμα.
με τους ώμους ακόμα ψηλά και καθαρά πια στην αντίστροφη μέτρηση.

Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2010

ούτε αλεξικέραυνο!

όχι όχι δε λέω! μπήκε ο μήνας κ μου κλεισε το μάτι! για τα καλα! μη ρωτάς ποτέ τι άλλο μπορεί να σου τύχει! γιατί θα σου τύχει! η παράνοια έχει κλείσει ένα ευτυχές τετράμηνο και δεν τη βλέπω να τελειώνει στα κοντά. μετράμε απώλειες λίγο λίγο βέβαια. τα λεφτά έχουν τελειώσει προ πολλού, τα συμπληρωματικά έχουν τελειώσει, τα δανεικά έχουν τελειώσει, τσιγάρα βρίσκουμε πάντως, καμιά μπυρίτσα κερασμένη, οι φύλακες που θα μπορούσαν να είναι ασφαλίτες, ένας μισοσπασμένος αντίχειρας, ένας μαλάκας μεθυσμένος στην εκκλησιά από κάτω που κλαίει τη μύτη του τώρα, ένα πόδι μισοστραμπουληγμένο(ούτε μια δουλειά να μην μπορείς να κάνεις σωστά ρε κορίτσι μου!?), μαθήματα περασμένα, απέραστα, απροσπέλαστα, μισοπερασμένα, μακέτες, χαρτόνια, κοπίδια στην τσάντα, λαπτοπ καμμένο, καφές τελειωμένος, ποτήρια για τασάκια, ρούχα άπλυτα, συννεφιές και λιακάδες, κρύο και παλτά, καλοκαίρι χειμώνα, μα να μην μπορώ να βρω ένα τραγούδι για σήμερα?, ένα να τα πει καλύτερα από μένα?, γιατί ούτε να το σκεφτώ δεν μπορώ, ούτε να το περιγράψω το σημερινό, ποτέ μην λες ποτέ, μάθε να παίζεις, μα πώς στο κέρατο παίζεται αυτό ρε παιδιά? έξυπνα μαρία έξυπνα!, ξύπνα ρε φίλε το πρωί, τρέχα προβατάκι να σωθείς, μα γιατί πίνετε από τις 4 το μεσημέρι τσίπουρα? για πόσους διαφορετικούς λόγους θα πιω σε μια μέρα? ξεχνα το το πάρτυ το πρωί δίνεις μάθημα fcd fck as και μαλακίες, παρατα το μπετό παρατα το το χάλι, θερμός με γαλλικό, φωνάζει η τέσσυ "πασχάληηηηη", αύριο θα φωνάζει πιο δυνατα, πασχάλη προετοιμάσου για το καλό σου το λέω!, 9 και σήμερα οι μέρες για τον άγγελο, 4 και σήμερα οι μέρες για την εξεταστική, χ μέρες μέχρι το τέλος του κόσμου, μετρήσεις αντίστροφες, γιατί όπως τα λένε όλοι αυτά τα κόλπα τα ζόρικα από τις ινδίες έχουν ημερομηνία λήξης, τι κάνει το βρακί έξω από την πόρτα?, γιατί με περιμένει να γυρίσω? ποιος μαλακας ανοίγει μαγαζί και το λέει "ελέφαντας" τι ευχαρίστηση βρίσκει η πάολα στην πορνεία? αυτές και άλλες ερωτήσεις δεν απαντώνται, διατυπώνονται όμως και αυτό είναι κάτι, δεν είναι?


α ρε μεγάλε χριστιδη, πού είσαι άμα σε χρειάζομαι!?! γιατί η μέρα είναι μεγάλη και οι μέρες όσο μεγαλώνουν και όσο μεγαλώνουν οι μέρες μεγαλώνουν και οι δικές μου μέρες, και μπορεί να τρέχω γρήγορα, μπορεί να ρίχνω ποτήρια, μπορεί να ξέρω τι μου γίνεται, αλλά αμα τα φέρει η ζωή και αυτά τα χάνω και όλα τα υπόλοιπα μαζί με το μπούσουλα! και τι κάνω τώρα ρε κουμπάρε? να πακτώσω κωλώνα στο σαλόνι και να αρχίσω το στριπτίζ? με δεκάπατο ή χωρίς δεκάπατο?!
έλα και τελείωνε μαράκι, άστο να πέσει λίγο, να κοιμηθεί και το πρωί άμα βγει ο ήλιος και σου κλείσει το μάτι θα τη βρεις την άκρη. πάγο για το χέρι, χαμομήλι για το καλό και άντε και νανακια. το χουμε πει! δεν το χουμε πει? η παράνοια ήρθε για να μείνει κι η πουτάνα επιδεινώνεται! και καλα μας κάνει! παιχνίδια ζόρικα για παίκτες καλούς ε? ε και μεις τι ειμαστε δηλαδης?!?!?! μα μου το είπε εμένα η καφετζού μου. έρχονται καταιγίδες. καλές δυνατές καλοκαιρινές. και τι μάθαμε? ένα πράγμα στη ζωή μας την ξεκούρδιστη. να μην κουβαλάμε ομπρέλα. με τις υγείες μας