Δευτέρα 1 Δεκεμβρίου 2008

ειδα το νιόνιο σε αρχαίο φορτηγό όνειρα να σκαρώνει από τον όλυμπο



να σου πω ένα παράξενο. θα το βρείτε διασκεδαστικό πιστεύω... την περασμένη άνοιξη πριν το πάσχα, ήμουνα στη θεσσαλονίκη κι ετοιμαζόμουνα να κατέβω στην αθήνα. κι ένα περίεργο, ακου, ενώ είχα βγάλει δηλαδή εισητήριο, αεροπορικό να επιστρέψω, πώς μου 'ρθε? όχι... να κατέβω με οτοστόπ! όπως στα νιάτα μου. πριν σαράντα τόσα χρόνια... η άνοιξη...
στήνομαι λοιπόν στην εθνική οδό, ψιλόβρεχε, ωραία, ρομαντικά... και μετά από λίγο.. το βλέπω να ρχεται! όχι εκείνο, το δικό μου.. το δικό μου ήταν ένα βόλβο κόκκινο, ενώ αυτό ήταν τώρα ήταν ένα σκάνια, άσπρο, τριαξονικό. και με μαζεύει λοιπόν. ο οδηγός ένας ίδιος, έτσι σαν εκείνο τον παλιό, ετσι αμίλητος κι αυτός. αλλά όπως τον κόβω από το πλάι σα γνωστή φυσιογνωμία έτσι μου φαίνεται...
"δε μου λες" του λέω... "εσύ μήπως πριν σαράντα τόσα χρόνια οδηγούσες ένα βόλβο κόκκινο?" "ναι" μου λέει... "και μήπως λέγεσαι τζώρτζης?" τζώρτζης"μου κάνει... " τι λε ρε παιδί μου και δε με θυμάσαι?? τόσο πολύ γεράσαμε?" "σε θυμάμαι" μου λέει. "σε θυμάμαι και σε παρακολουθώ. μόνο αν δεν έχεις αντίρρηση να κάνουμε εδώ δεξιά στον Όλυμπο, έχω να παραδώσω σε ένα χωριό κάτι κατσίκια".
αφήνει την εθνική οδό, στρίβει σε μία στενή άσφαλτο, ανεβαίνει, ανεβαίνει, ανεβαίνει, τελειώνει η άσφαλτος αρχινάει ο χωματόδρομος, ανεβαίνει, ανεβαίνει, ανεβαίνει, τελειώνει κι ο χωματόδρομος και συνεχίζει να ανεβαίνει πλέον στο πουθενά. εν τω μεταξύ έπεφτε και το σούρουπο. όσο να ναι είχα αρχίσει και ανησυχούσα...
ώσπου ξαφνικά, μπροστά στα μάτια μας, χωριό ωραιότατο, πλάκες από σχιστόλιθο, καλντερίμια με λιθόστρωτα, ο φούρνος ανοιχτός, ο κόσμος έξω, μια ομάδα διορθώνει το καμπαναριό της εκκλησίας, μια ορχήστρα παραδίπλα κάνει πρόβες το "αι γενεαι πάσαι" διότι ήταν πριν το Πάσχα, και τρέχουν όλοι και ξεφορτώνουν το φορτηγό, κάτι κατσίκια είχε κάτι κρασιά τους είχε φέρει.. ένα περίεργο μόνο... δε μιλάνε! τους ρωτάς, τους μιλάς, και δε σου μιλάνε...
"ρε συ!' του λέω... " τι ει ναι αυτό το μέρος που με έφερες εδώ?"
"κοίτα" μου λέει... "δεν ήθελα να στο πω εξ αρχής για να μη σε ανησυχήσω...το μέρος εδώ είναι μαγεμένο, αυτοί οι άνθρωποι εδώ όλο το χρόνο κοιμούνται κανονικά στα κρεβατάκια τους, και ξυπνάνε μόνο λίγο πριν από τις γιορτές. και τους βλέπεις πιάνουνε και επισκευάζουνε τους δρόμους, τις στέγες, κάνουν πρόβα τη χορωδία τους"
"τι λες ρε" του λέω. "και μετά?"
"ε μετά άμα ρθει η γιορτή δεν έχεις δει ωραιότερο πράμα! τραπέζια στρωμένα, κρασιά, αγάπη, φιλιά, τραγούδια, νταν νταν οι καμπάνες, πυροτεχνήματα, τα όργανα, ένα πράγμα καταπληκτικό".
"και μετά???" του λέω.
"ε μετά κοίταξε, σιγά σιγά τους πιάνει πάλι αυτή η νύστα, και παν και χώνονται πάλι στα κρεβατάκια τους κι αποκοιμιώνται."
"τι λε ρε" του λέω "ποιος είσαι εσύ? τι ρόλο παίζεις? δε σε καταλαβαίνω? "
"κοίταξε" λέει "εγώ περνάω από δω κι έχω το μάτι μου, μη ξεσκεπαστεί κανείς στον ύπνο του, μην αφήσαν καμιά βρύση ανοιχτή, μη πιάσουμε καμιά φωτιά... έλα άντε τώρα άστα λόγια ανέβα στο φορτηγό γιατί πρέπει να φτάσω στην Αθήνα, έχω να παραδώσω"
έχω καταπιεί τη γλώσσα μου. αλλά με τρώει. "ποιος είσαι άνθρωπε μου?" του λέω. "έχεις οικογένεια εσύ? έχει σπίτι? φίλους έχεις?"
"σπίτι μου είναι η εθνική οδός. η εθνική οδός και η οικογένειά μου. όσο για φίλους... μου κάνουν πολλοί οτοστόπ. εγώ όμως κάθε φορά επιλέγω ποιον θα πάρω. εσύ μου φάνηκες εξ αρχής συμπαθής. κι αν χρειαστείς τίποτα, στάσου εκεί στη ραψάνη που πουλάν το μούστο, μα σήμερα, μα αύριο, θα περάσω. άντε γεια σου τώρα και καλές γιορτές.

Δεν υπάρχουν σχόλια: