Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2008


κι ήταν ένα ωραίο πρωινό που λες.... στην αρχή δηλαδή δεν ήταν γιατί το ξυπνητήρι χτυπούσε (χτύπαγε που λέμε κ εδώ στα βόρεια) κι ο ύπνος ποτέ δε φτάνει.
αλλά δεκέμβρης ζεστός, γλυκός, που ντρέπεσαι να πάρεις παλτο βρε παιδί μου και λες τι ωραία μέρα κι όλα καλά θα πάνε και η αισιοδοξία στο έπακρο, και ο υπολογιστής σου κάνει το γύρο του κόσμου με εικόνες και χρώματα που τα βλέπεις και σου φτιάχνουν τη μέρα. φοράω που λες την καινούρια καμπαρντίνα, τα μποτάκια βάζω και λίγο μολύβι, έτσι για γούρι... χαιρετάω τον κυρ θανάση τον τεντά και κατεβαίνω.. βλέπεις κάτω θαλασσίτσα, ωραία, ρομαντικά και συνεχίζω την κατηφόρα. φτάνω στη στάση λίγο βιαστικά είναι η αλήθεια... γιατί αλλο να ξυπνάς πρωί κι αλλο να βγαίνεις πρωί. σε πιάνει το μεσημέρι... ρωτάω τον κόσμο για το αστικό, ευγενέστατοι, καλοσυνάτοι χαμογελάνε κιόλας... σαν γαλλικό φιλμάκι ενα πράμα.. μούρλια. και μπαίνω που λες στη γραμματεία με τη σιγουριά της αισιοδοξίας...
οχι.
- τι όχι. ?
- οχι
- πως όχι δηλαδή?
- ε όχι ρε κοπελιά, τι λέμε!!
- και τώρα...?
- τωρα δεν μπορώ να κάνω κάτι... (και η αποκορρύφωση): λυπάμαι...

τσιγάρο. κι άλλο τσιγάρο. τηλέφωνο... να ρθει κάποιος να πιούμε εναν καφέ ρε παιδια! ένας άσχετος να περάσει να μου πει ένα ανέκδοτο... ναι το θλιμένο πρόσωπο του πολυτεχνείου... μα γιατί? κι όλα πήγαιναν τόσο καλά σημερα... δε θα τον βρω τον πούστη που με γκαντέμιασε?? να τον πάρω να του χτυπαω το κεφάλι στις πόρτες του πολυτεχνείου! στο άσυλο θα τον κοπανάω...

και ο ήλιος εκεί ... το χαβά του.. βρε έχουμε δράμα εδώ.? τίποτα αυτός το χαβά του.. είναι αλήθεια πως θα μου άρεζε ξαφνικά μέσα στο δράμα μου να σκοτείνιαζαν οι ουρανοί, τα ραδιόφωνα να παίζανε μητροπάνο να κλαίει, να κλείναν οι πόρτες και να μαντάλλωναν οι κυράδες τα παράθυρα, να σηκώνονταν κύματα κι η θαλασσα να μαύριζε, να γίνονταν σεισμοί, καταποντισμοί, τσουνάμια, αρμαγεδών, να έρχονταν οι καβαλάρηδες της αποκάλυψης, και να βγαίναν οι προφητείες του νοστράδαμου. κολλάω.
ο σπουργίτης τιτιβίζει. αμέριμνος.. δε νιώθει. του θυμώνω... λίγη συμπόνια... τίποτα κανείς. η φύση προσπέρασε το πρόβλημα μου, αδιαφόρησε παντελώς για την ήττα μου...
φαουλ. περιμένω μια κάρτα. κοκκινη κίτρινη οτιδήποτε!! τζίφος. ο ήλιος λάμπει. όλοι πίνουν τους καφέδες τους. μερικοί γελάν. τους μισω! φτού!
πάω προς το σπίτι. οι παππούδες στα παγκάκια λεν ανέκδοτα από τη χούντα, μια γρια τινάζει ένα πατάκι, ένας τύπος ανάβει τσιγάρο τρώγοντας παράλληλα σουβλάκι. το γαλλικό φιλμάκι συνεχίζει. εκεί στην κόντρα.
το σκέφτομαι από την άλλη. η χαρά του κόσμου υπάρχει για να δημιουργεί αντίθεση στο δράμα μου. σε ασπρόμαυρο πορτρέτο με έντονο κοντράστ και περιγράμματα. γιαπωνέζικο νιου ειτζ.
εεεεεεεεεεεεει!! αλάργα! τον καημό!!
δε βλέπεις τριγύρω...? η γη ακόμα γυρνάει. οι παππούδες γελανε! η γριά στο πατάκι της, και ο τύπος συνεχίζει να τρώει το σουβλάκι του. καπνιστό. χαρμάνικο..
για αυτό σου λεω... δεν πα να κουρεύεστε? εμείς εδώ. το χαβά μας..
κι όσο θα βγαίνει ο ήλιος εμείς εκεί, στην πορεία.. περπάταπερπατα..
και το γαλλικό φιλμάκι θα είναι εδώ. λίγο πιο βαλκανικό, λίγο πιο παλιοελλαδίτικο αλλά εκεί το χαβά του κι αυτό.
μια λέξη μου έμεινε σήμερα...
ασταμάτητη.

Δεν υπάρχουν σχόλια: