τελευταία μέρα αυτού του μήνα, που ήταν τόσο ευγενικός μαζί μου, ένας μήνας 10 στα 10, και τελευταία κυριακή που μου ξημέρωσε αυτό τον μήνα είχε μια συννεφιά απογοήτευση. αυτή η θεσσαλονίκη η γκρίζα, αν θέλει να γίνει απαίσια και ξεσηκώνει από μέσα της αυτή τη γκρίζοκίτρινη αιθαλομίχλη...
όλο το μήνα έβλεπα τα σύννεφα και μπορούσα να δω και πιο πάνω, ήμουν στη λιακάδα που έχουν τα σύννεφα στην πλάτη τους. και δε με πείραξε ουτε στιγμή.
αλλά και με την τελευταία συννεφιά του... πώς μπορώ να θυμώσω εγώ σε τέτοιο μήνα?
και δεν του θύμωσα
και τα σύννεφα ανοίξαν.
και η κιθάρα βγήκε από τη θήκη της
και οι πόρτες άνοιξαν να αεριστεί το σπίτι
και έβαλα μπλουζάκι αμάνικο
και χαμογέλασα στην καφετιέρα μου που γουργούριζε
και άδειασα και τα τασάκια
και έπαιξα πιάνο παρά το πρισμένο μου δάχτυλο
και η ατέχ που βγήκε από την τράπουλα μου έκλεισε το μάτι
πάμ' φλεβάρη? παμ΄φλεβάρη!(κατα το παμ' πλατεία)
vaya con dios! μπαίνουμε στον υδροχόο
και εγώ κάθε χρόνο έχω δύο παραδόσεις. κάθε δεκέμβρης είναι μαυρος, μες στην καταχνιά με κλειστά παντζούρια, με μπουκάλια άδεια, με κουτιά από πίτσα για τζένγκα, με τη διάθεση να σέρνεται χαμέ και με την 193498 επανάληψη charmed kαι alias στο pc.
και κάθε φλεβάρης είναι παρδαλός. με καβγάδες με μάχες, με παρεξηγήσεις, με ιστορίες, με τρεχάματα, με αίματα, με δάκρυα και άλλα πολλά μελοδραματικά πράγματα που μέχρι το μάρτη έχουν ξεχαστεί. πάλι είναι όμως και ο πιο τρελός των μηνών. φυσάει ξαφνικά εκείνος ο σορόκος, υγρός και ζεστός, τρελός άνεμος και το βλέπεις στον αέρα, πως οι άνθρωποι γύρω σου αρχίζουν να τρελαίνονται. επιστημονικό αυτό. κάνουν πράγματα εκτός χαρακτήρα. ιδέες πέφτουν βουνό πάνω στο τραπέζι και είναι δύο όλες και όλες οι φράσεις που μου φέρνουν κάθε φλεβάρη.
"it's the santa annas. when the wind is like that, the casino close and all bets are off. because anything can happen." - the holiday
"Υπάρχουν περισσότερα πράγματα στον ουρανό και στη γη, Οράτιε, απ' όσα έχει ονειρευτεί η φιλοσοφία σου."- Άμλετ
αλλά η φετινή η χρονιά μπήκε με πανσέληνο και ότι χαρτί και να τραβήξω από την τράπουλα μου λέει ότι το μέλλον είναι αβέβαιο.
δύο πραγματα ειναι σιγουρα οι αναχωρησεις και οι αφιξεις! like death and taxes....
έτσι λοιπόν.
σε χαιρετώ ρε μεγάλη γεναρη, φίλε και δάσκαλε! για 31 μέρες ήσουν πραγματικά τεράστιος. υγεία!
ρε καριόλη φλεβαρη!! εδώ είμαστε κ περιμένουμε! κι αμα είναι να βγάλω τα γάντια του μποξ από την ντουλάπα, να μου κλείσεις το μάτι από πριν!. πάει.?
Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2010
Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2010
το κλείνω το μαγαζάκι
διπολικές μαλακίες...
Η πεποίθηση ότι η υπερβολή δεν είναι φυσιολογική για τον άνθρωπο μοιάζει με τον ισχυρισμό ότι η χαλκομανία είναι ψυχική πάθηση.
ευχαριστώ. έψαχνα μια τέτοια απάντηση, και ήρθε δια στόματος ou ming.
Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2010
Ο Δολοφόνος μου pt2
Στα αριστερά μου βρισκόταν ένα δωμάτιο με μια τζαμαρία, φτιαγμένο για να επιβλέπει κανείς το χώρο εργασίας, με τα γυμνά φώτα να γυαλίζουν πάνω στα τζάμια, άσπρα και κρύα. Από το διάδρομο δίπλα, ήρθαν τρεις άντρες με βήμα βαρύ που αντήχησε στην πέτρινη σήραγγα. Ο Δολοφόνος μου στεκόταν τώρα δίπλα μου και στο διάδρομο απέναντι βρίσκονταν τρεις άντρες με χακί ρούχα, κρατούσαν όπλα και μας σημάδευαν. Ο Δολοφόνος μου κρατούσε και αυτός ένα όπλο, αλλά δε σημάδευε κανέναν ούτε κοίταζε κανέναν.
Δε σκέφτηκα ούτε είχα σκοπώ να αντιδράσω αλλά το όπλο αυτό βρέθηκε στα δικά μου χέρια και χωρίς ούτε μια σταγόνα ιδρώτα, βρέθηκα να προστατεύω το Δολοφόνο μου με το ίδιο μου το σώμα και να ρίχνω όσες σφαίρες είχε το όπλο μου στους τρεις αυτούς άντρες μέχρι να πέσουν κάτω. Ο Δολοφόνος μου με κοίταξε με μάτια ορθάνοιχτα, της πραγματικής απορίας που ζωγραφίζονται στα πρόσωπα όταν ξαφνιάζονται από τις πράξεις των ανθρώπων.
Η Ιρίνα βρέθηκε πίσω από τους φρουρούς και με το δικό της όπλο σκότωσε όσους ζούσαν ακόμη. Ευγενική και χαμογελαστή αλλά κρύα όπως πάντα με ρώτησε αν με νοιάζει για το τούνελ αυτό, αν με ενδιαφέρει τόσο ώστε να μπλεχτώ στα πόδια της. Της απάντησα πως όχι, αλλά ήξερα και εγώ και αυτή πως έλεγα ψέματα. Ικανοποιήθηκε με την απάντηση και μου είπε πως τώρα με θεωρεί φίλη της και την ίδια στιγμή, έκανε νόημα στο Δολοφόνο μου, πως είχε έρθει η ώρα να με σκοτώσει. Έφυγε από την προβλήτα και με άφησε μόνη με το Δολοφόνο μου, που με κοιτούσε στα μάτια με το άδειο βλέμμα του. Περίμενα το θάνατό μου υπομονετικά αλλά ο Δολοφόνος μου ούτε κουνήθηκε ούτε μίλησε. Έμεινε ακίνητος για ένα λεπτό και στη δυναμικά ακίνητη αυτή θέση, αυτή φάνηκε όλη η αναποφασιστικότητα. Αλλά δεν έδειξε κανένα σημάδι αγωνίας και ο θάνατός μου τελικά δεν ήρθε εκείνη την ώρα.
Ο Δολοφόνος μου έφυγε άπραγος και έκλεισε την πόρτα πίσω του, αφήνοντάς με μόνη στην αποβάθρα. Έμεινα εκεί για ώρα, δεν άκουσα, ούτε είδα κανέναν. Πολύ αργότερα τα φώτα άναψαν στο άσπρο δωμάτιο και μπήκε μέσα η Ιρίνα με τη συνοδεία της και το Δολοφόνο μου. Η Ιρίνα μου χαμογελούσε και ο Δολοφόνος μου πάντα στη ίδια στάση, πάντα ανέκφραστος. Η μεγάλη πόρτα δίπλα στο δωμάτιο άνοιξε και όλοι οι εργάτες ήρθαν και στάθηκαν μαζί μου πάνω στην ξύλινη αποβάθρα. Δεν έμοιαζαν ανήσυχοι, ούτε χαρούμενοι, ούτε στενάχωροι, είχαν μία αφηρημάδα και μία χαλαρότητα που με ενοχλούσε αφόρητα.
Η αποβάθρα άρχισε να κινείται πλάγια, προς το πιο βαθύ και μαύρο σκοτάδι. Κοιτούσα με αγωνία να δω τι υπάρχει στο βάθος του αλλά δε φαινόταν τίποτε και η αποβάθρα πήγαινε προς τα κει με μια εφιαλτικά αργή ταχύτητα. Είδα το πρόσωπο του Δολοφόνου μου μέσα από το τζάμι να με κοιτάζει αλλά στα μάτια του αυτή τη φορά είδα πόνο και αυτοσυγκράτηση. Προσπάθησα αφελώς να κερδίσω χρόνο και προχωρούσα προς το τέλος της αποβάθρας κινούμενη αντίθετα με τη φορά της. Πήγαινε τόσο αργά, που μπορούσα εύκολα να μετακινηθώ πιο γρήγορα από αυτήν, αφήνοντας το φωτεινό δωμάτιο πίσω δεξιά μου.
Εργάτες δεν υπήρχαν σε αυτό το σημείο και είδα ότι τα σανίδια ήταν καλυμμένα με ένα πορτοκαλί σεντόνι, κεντημένο με αστερισμούς. Αλλά δεν αναγνώρισα κανένα αστερισμό και ήξερα, πως αυτός ο ουρανός δεν είναι ο δικός μας, είναι κάποιος άλλος ουρανός που φαίνεται από άλλους κόσμους. Στο τέλος της ξύλινης αποβάθρας υπήρχε μία γυναίκα που καθόταν οκλαδόν πάνω στο σεντόνι. Ήταν γύρω στα εξήντα αλλά η ομορφιά της ξεχώριζε και τα φουντωτά κόκκινα πορτοκαλί μαλλιά της έπεφταν αχτένιστα στην πλάτη της και μου φάνηκε σαν το μόνο χρώμα που είχα δει ποτέ. Μου χαμογελούσε και το χαμόγελό της μου άρεσε. Πλησίασα προς το μέρος της.
«δε θα έπρεπε να βρίσκεσαι εδώ» μου είπε με τη βαθιά υδάτινη φωνή της. Μου έδωσε ένα καφέ χάπι και μου είπε, πως πριν το τέλος του τούνελ θα βρω ένα ασανσέρ, πως πρέπει να μπω μέσα και να ανέβω στον έβδομο όροφο. Αν πάρω το χάπι και καταφέρω να βρεθώ στον έβδομο δε θα θυμόμουν τίποτε από όλα αυτά και θα ήμουν ασφαλής. Περνώντας για άλλη μια φορά από το τζάμι κοίταξα το Δολοφόνο μου που με μεγάλη απορία με κοιτούσε με μάτια ορθάνοιχτα, την ώρα που κατάπινα το καφετί χάπι. Αλλά παρέμενε ακίνητος, όσο η αποβάθρα περνούσε από μπροστά του.
Πριν το τέλος του τούνελ βρήκα το ασανσέρ και με ευκολία μπήκα μέσα. Πάτησα το κουμπί επτά και ο θάλαμος άρχισε να ανεβαίνει. Κι όμως σταμάτησε ανάμεσα στους ορόφους δύο και τρία. Όσο κι αν πατούσα το κουμπί 7 ο θάλαμος δεν ανέβαινε. Κατέβηκα στο δεύτερο όροφο.
Η πόρτα άνοιξε και βρέθηκα στο λόμπυ του ξενοδοχείου. Οι άντρες που δούλευαν για τον άντρα μου ήταν εκεί και τότε κατάλαβα πως θυμόμουν τα πάντα, πως δεν είχα ξεχάσει τίποτε. και ήμουν η μόνη. Ανάμεσα στους άντρες που δεν έδειχναν καμία απειλητική στάση προς τα μένα, βρισκόταν και ο Δολοφόνος μου που με κοιτούσε με περιέργεια. Αυτός ήξερε. Προσπαθούσε να καταλάβει τι ακριβώς θυμάμαι από όσα είδα. Κι εγώ αποφάσισα να προσποιηθώ πως δε θυμάμαι απολύτως τίποτα. Γυρνούσα ανάμεσα στους άντρες που κάθονταν χαλαροί στους καναπέδες και ζητούσα τον άντρα μου. Κανείς δεν ήξερε πού είναι. Ήθελα να μάθω για το χάρτη να βεβαιωθώ, πως δεν ήταν εκεί και όταν τους ρώτησα, κανείς δε γνώριζε για την ύπαρξη του χάρτη. Ο Δολοφόνος μου όμως κατάλαβε αμέσως πως θυμόμουν τα πάντα και κατευθύνθηκε προς το μέρος μου. Προσπάθησα να τρέξω για να του ξεφύγω και γύρισα ξανά μέσα στο ασανσέρ. Όμως αυτός πρόλαβε και μπήκε μέσα μαζί μου.
Έμεινε ακίνητος και με κοίταζε και αναγνώρισα την ίδια δυναμική ακινησία της αναποφασιστικότητας. Έμεινα για άλλη μία φορά εκεί περιμένοντας υπομονετικά το θάνατό μου, αλλά η στάση του χαλάρωσε και οι ώμοι του έπεσαν. Προς μεγάλη μου έκπληξη πάτησε το κουμπί επτά και το ασανσέρ κινήθηκε προς τα πάνω. Αν κατάφερνα να βρεθώ σε εκείνο τον όροφο δε θα θυμόμουν τίποτε και δε θα χρειαζόταν να με σκοτώσει. Και η επιλογή αυτή ήταν δική του. Κι όμως το ασανσέρ σταμάτησε στη μέση και άρχισε να κατεβαίνει. Βρεθήκαμε στο υπόγειο και όταν η πόρτα άνοιξε, η Ιρίνα στεκόταν μπροστά μας.
Με καλωσόρισε και μου συστήθηκε. Με ξενάγησε στους κοιτώνες και μου είπε τι δουλειά θα πρέπει να κάνω. Δε με θυμόταν. Κάθε μέρα έπρεπε να πηγαίνω στην Ασιάτισσα και φέρνω φαί για τους εργάτες στους κοιτώνες. Έβλεπα τους εργάτες γύρω μου και αμέσως κατάλαβα πως ήταν τα ίδια πρόσωπα τα οποία ήταν εκεί και την προηγούμενη φορά, αλλά όπως και η Ιρίνα κανείς δεν έδειχνε να με θυμάται. Ένα πρωινό η Ασιάτισσα έλειπε και όταν ρώτησα την Ιρίνα τι ακριβώς της είχε συμβεί και πού βρίσκεται, δεν ήξερε να μου απαντήσει διότι δεν ήξερε ποια είναι η Ασιάτισσα. Οι εξαφανίσεις των προσώπων ήταν κι αυτές εκεί.
Απεγνωσμένη κατέφυγα ξανά στην αποβάθρα, αποφασισμένη αυτή τη φορά, να μάθω τα πάντα για το τούνελ, πού οδηγεί και τι ακριβώς κάνει σε αυτούς τους ανθρώπους. Ο Δολοφόνος μου ήρθε μαζί μου και στεκόταν στο πλάι μου όταν ήρθαν από το διάδρομο τέσσερις άντρες με όπλα ντυμένοι στα χακί. Για μία ακόμη φορά πήρα το όπλο του Δολοφόνου μου και προστατεύοντας τον με το σώμα μου έριξα κάτω τους φρουρούς. Ο Δολοφόνος μου με κοίταξε με την ίδια απορία. Η Ιρίνα φάνηκε στο διάδρομο μαζί με τη συνοδεία της αλλά πρόσεξα και άλλη μία γυναίκα μαζί της. Ήταν ψηλή και είχε μαύρα κοντά μαλλιά. Δε χαμογελούσε και δε μου άρεσε καθόλου. Αυτή σκότωσε όσους φρουρούς ήταν ακόμη ζωντανοί και η Ιρίνα στράφηκε προς το μέρος μου. Με ρώτησε αν με ενδιαφέρει αυτό το τρένο τόσο ώστε να της σταθώ εμπόδιο και της απάντησα όχι. Μου χαμογέλασε και έκανε νόημα στο Δολοφόνο μου πως είχε έρθει η ώρα να με σκοτώσει. Έφυγε και με άφησε μόνη με το Δολοφόνο μου.
Αυτός με κοιτούσε και πάλι είδα μέσα του την ίδια πάλη. Οι ώμοι του χαλάρωσαν και το κεφάλι του έπεσε μπροστά, ξεθυμασμένα και παραιτημένα πια.
«τρεις φορές προσπάθησα να σε σκοτώσω και τρεις φορές απέτυχα, δε θα προσπαθήσω ξανά. 147 φορές έχω δει αυτό το τρένο να φεύγει στο τούνελ και την επόμενη μέρα οι εργάτες ξυπνάν ξανά στα κρεβάτια τους μέσα στους κοιτώνες. Δε θυμούνται τίποτε από αυτά που έζησαν. Όλοι έχουν χάσει τις ψυχές τους. Κι εσύ κι εγώ. Αυτός ήταν ο πόνος που νιώσαμε όλοι, λίγο πριν έρθουμε εδώ. Αλλά η δική σου είναι ακόμη έξω από εδώ και σε περιμένει. Και η δική μου είναι. Ίσως είναι και των άλλων αλλά αυτό δεν το ξέρω. Το μέρος αυτό είναι λάθος πια και έχει χάσει το σκοπό του. Ο Άντρας σου ήταν αυτός που το ελέγχει και όσοι προσπάθησαν να ελέγξει το μέρος αυτό, πιάστηκαν στο ατέρμονο αυτό τούνελ. Η Ιρίνα κάποτε θυμόταν αλλά έχει περάσει καιρός από τότε που σταμάτησε και αυτή. Θα έπρεπε να θυμάται, γιατί αυτή αποφασίζει ποιος θα μείνει και ποιος θα φύγει από το σταθμό. Υπάρχουν πολλοί που είναι εδώ τόσο καιρό όσο κι εγώ. Αλλά αυτοί δε θυμούνται, κανείς τους εκτός από μένα. Κανείς δεν ανήκει εδώ και η σήραγγα πάει καιρός που έχει αλλάξει πορεία. Και μετά ήρθες εσύ και τα πράγματα άλλαξαν, και όταν ξαναήρθες τα πράγματα άλλαξαν και πάλι. Και υπήρξαν πολλοί που πολέμησαν για να ελευθερωθεί αυτό το μέρος, να ανέβει ξανά πάνω από τη γη, να λειτουργεί σωστά αλλά όλοι έχασαν τις ελπίδες τους, ή χειρότερα, τις ξέχασαν. Εγώ παίζω το ρόλο μου χωρίς να το κάνω κι αυτό σωστά. Δεν ξέρω αν αποφάσισα σωστά, θα μπορούσες να μείνεις εδώ για πάντα, νεκρή εδώ, αλλά οι κύκλοι που υπάρχουν είναι μεγαλύτεροι από αυτή τη σήραγγα. Κι αν είναι να είσαι εσύ, αυτή που θα σπάσει τη σήραγγα για να γίνει όπως έπρεπε να ναι, τότε ας έχει, κι εγώ θα σ’ έχω βοηθήσει.» με αυτά τα λόγια μου γύρισε την πλάτη και έφυγε αφήνοντάς με μόνη πάνω στην προβλήτα.
Πέρασε ώρα και η Ιρίνα μπήκε με τη συνοδεία της στο φωτεινό δωμάτιο, η γυναίκα με τα μαύρα μαλλιά δίπλα της και ο Δολοφόνος μου να στέκεται στην άκρη και να με κοιτάζει με πόνο. Η πόρτα άνοιξε και οι εργάτες στάθηκαν μαζί μου στην πλατφόρμα. Μέσα στις γκρι στολές τους, κουβέντιαζαν αμέριμνα και αδιάφοροι και την τύχη τους περίμεναν όσο η προβλήτα προχωρούσε αργά προς το τέλος του τούνελ. Ο Δολοφόνος μου μέσα από το τζάμι με κοιτούσε και έβλεπα το σώμα του να σφίγγεται και τα χέρια του στο στήθος με τις γροθιές τους σφιγμένες.
Κατευθύνθηκα στο πίσω μέρος της πλατφόρμας, όπου ξεκινούσε το πορτοκαλί σεντόνι. Είδα τους κεντημένους αστερισμούς, αλλά αυτή τη φορά τους αναγνώρισα και ήξερα πως αυτός ήταν ο δικός μας ουρανός. Η γυναίκα με τα κόκκινα μαλλιά όμως δε βρισκόταν εκεί. τότε ένιωσε μέσα στη χούφτα μου να υπάρχουν δύο καφετιά χάπια και κατάπια το ένα. Περνώντας μπροστά από το γυάλινο δωμάτιο είδα το Δολοφόνο μου με μάτια κόκκινα να με κοιτάζει. Φαινόταν τόσο λυπημένος που η καρδιά μου άρχισε να λιώνει. Ο ήχος της αντήχησε στα τοιχώματα του τούνελ και για πρώτη φορά άκουσα κι εγώ το δικό της ήχο. Ίσως ήταν η πρώτη φορά που ακούστηκε καρδιά να χτυπάει σε αυτό το μέρος και οι εργάτες με κοίταξαν με απορία και καχυποψία. Αλλά εγώ κοιτούσα μόνο το Δολοφόνο μου.
Τότε τον είδα να κινείται αργά ανάμεσα στους ανθρώπους στο δωμάτιο και ανοίγοντας την πόρτα βρέθηκε μαζί μου στην προβλήτα. Πήγα προς το μέρος του και τον αγκάλιασα σφιχτά. Με φίλησε με πάθος και η δική του καρδιά άρχισε να χτυπάει. Ταράχτηκε με τον ήχο και έπιασε το στήθος του.
«πάει πολύς καιρός από τότε που άκουσα αυτή τη φωνή» μου είπε. Του έδωσα στο στόμα το δεύτερο χάπι που βρισκόταν στο χέρι μου και με κράτησε σφιχτά όσο η αποβάθρα πλησίαζε προς το τέλος του τούνελ. Είχα γαντζωθεί πάνω του και αυτός με κρατούσε όσο πιο σφιχτά μπορούσε. Το φως γύρω μας μεγάλωνε και ένιωθα τον αέρα να ζεσταίνεται και να μας πιέζει. Το φως φαινόταν να είναι φτιαγμένο από μια ύλη πυκνή που μας περικύκλωνε και προσπαθούσε να μπει ανάμεσα στη σφιχτή αγκαλιά μας. Αλλά ο Δολοφόνος μου κι εγώ το πολεμήσαμε για όση ώρα μπορούσαμε. Ήταν μάταιο. Το φως ήταν πολύ δυνατό. Κοίταξα για μια τελευταία φορά τα μάτια του Δολοφόνου μου και άφησα το σώμα μου στο έλεος αυτού του φωτός.
Δε σκέφτηκα ούτε είχα σκοπώ να αντιδράσω αλλά το όπλο αυτό βρέθηκε στα δικά μου χέρια και χωρίς ούτε μια σταγόνα ιδρώτα, βρέθηκα να προστατεύω το Δολοφόνο μου με το ίδιο μου το σώμα και να ρίχνω όσες σφαίρες είχε το όπλο μου στους τρεις αυτούς άντρες μέχρι να πέσουν κάτω. Ο Δολοφόνος μου με κοίταξε με μάτια ορθάνοιχτα, της πραγματικής απορίας που ζωγραφίζονται στα πρόσωπα όταν ξαφνιάζονται από τις πράξεις των ανθρώπων.
Η Ιρίνα βρέθηκε πίσω από τους φρουρούς και με το δικό της όπλο σκότωσε όσους ζούσαν ακόμη. Ευγενική και χαμογελαστή αλλά κρύα όπως πάντα με ρώτησε αν με νοιάζει για το τούνελ αυτό, αν με ενδιαφέρει τόσο ώστε να μπλεχτώ στα πόδια της. Της απάντησα πως όχι, αλλά ήξερα και εγώ και αυτή πως έλεγα ψέματα. Ικανοποιήθηκε με την απάντηση και μου είπε πως τώρα με θεωρεί φίλη της και την ίδια στιγμή, έκανε νόημα στο Δολοφόνο μου, πως είχε έρθει η ώρα να με σκοτώσει. Έφυγε από την προβλήτα και με άφησε μόνη με το Δολοφόνο μου, που με κοιτούσε στα μάτια με το άδειο βλέμμα του. Περίμενα το θάνατό μου υπομονετικά αλλά ο Δολοφόνος μου ούτε κουνήθηκε ούτε μίλησε. Έμεινε ακίνητος για ένα λεπτό και στη δυναμικά ακίνητη αυτή θέση, αυτή φάνηκε όλη η αναποφασιστικότητα. Αλλά δεν έδειξε κανένα σημάδι αγωνίας και ο θάνατός μου τελικά δεν ήρθε εκείνη την ώρα.
Ο Δολοφόνος μου έφυγε άπραγος και έκλεισε την πόρτα πίσω του, αφήνοντάς με μόνη στην αποβάθρα. Έμεινα εκεί για ώρα, δεν άκουσα, ούτε είδα κανέναν. Πολύ αργότερα τα φώτα άναψαν στο άσπρο δωμάτιο και μπήκε μέσα η Ιρίνα με τη συνοδεία της και το Δολοφόνο μου. Η Ιρίνα μου χαμογελούσε και ο Δολοφόνος μου πάντα στη ίδια στάση, πάντα ανέκφραστος. Η μεγάλη πόρτα δίπλα στο δωμάτιο άνοιξε και όλοι οι εργάτες ήρθαν και στάθηκαν μαζί μου πάνω στην ξύλινη αποβάθρα. Δεν έμοιαζαν ανήσυχοι, ούτε χαρούμενοι, ούτε στενάχωροι, είχαν μία αφηρημάδα και μία χαλαρότητα που με ενοχλούσε αφόρητα.
Η αποβάθρα άρχισε να κινείται πλάγια, προς το πιο βαθύ και μαύρο σκοτάδι. Κοιτούσα με αγωνία να δω τι υπάρχει στο βάθος του αλλά δε φαινόταν τίποτε και η αποβάθρα πήγαινε προς τα κει με μια εφιαλτικά αργή ταχύτητα. Είδα το πρόσωπο του Δολοφόνου μου μέσα από το τζάμι να με κοιτάζει αλλά στα μάτια του αυτή τη φορά είδα πόνο και αυτοσυγκράτηση. Προσπάθησα αφελώς να κερδίσω χρόνο και προχωρούσα προς το τέλος της αποβάθρας κινούμενη αντίθετα με τη φορά της. Πήγαινε τόσο αργά, που μπορούσα εύκολα να μετακινηθώ πιο γρήγορα από αυτήν, αφήνοντας το φωτεινό δωμάτιο πίσω δεξιά μου.
Εργάτες δεν υπήρχαν σε αυτό το σημείο και είδα ότι τα σανίδια ήταν καλυμμένα με ένα πορτοκαλί σεντόνι, κεντημένο με αστερισμούς. Αλλά δεν αναγνώρισα κανένα αστερισμό και ήξερα, πως αυτός ο ουρανός δεν είναι ο δικός μας, είναι κάποιος άλλος ουρανός που φαίνεται από άλλους κόσμους. Στο τέλος της ξύλινης αποβάθρας υπήρχε μία γυναίκα που καθόταν οκλαδόν πάνω στο σεντόνι. Ήταν γύρω στα εξήντα αλλά η ομορφιά της ξεχώριζε και τα φουντωτά κόκκινα πορτοκαλί μαλλιά της έπεφταν αχτένιστα στην πλάτη της και μου φάνηκε σαν το μόνο χρώμα που είχα δει ποτέ. Μου χαμογελούσε και το χαμόγελό της μου άρεσε. Πλησίασα προς το μέρος της.
«δε θα έπρεπε να βρίσκεσαι εδώ» μου είπε με τη βαθιά υδάτινη φωνή της. Μου έδωσε ένα καφέ χάπι και μου είπε, πως πριν το τέλος του τούνελ θα βρω ένα ασανσέρ, πως πρέπει να μπω μέσα και να ανέβω στον έβδομο όροφο. Αν πάρω το χάπι και καταφέρω να βρεθώ στον έβδομο δε θα θυμόμουν τίποτε από όλα αυτά και θα ήμουν ασφαλής. Περνώντας για άλλη μια φορά από το τζάμι κοίταξα το Δολοφόνο μου που με μεγάλη απορία με κοιτούσε με μάτια ορθάνοιχτα, την ώρα που κατάπινα το καφετί χάπι. Αλλά παρέμενε ακίνητος, όσο η αποβάθρα περνούσε από μπροστά του.
Πριν το τέλος του τούνελ βρήκα το ασανσέρ και με ευκολία μπήκα μέσα. Πάτησα το κουμπί επτά και ο θάλαμος άρχισε να ανεβαίνει. Κι όμως σταμάτησε ανάμεσα στους ορόφους δύο και τρία. Όσο κι αν πατούσα το κουμπί 7 ο θάλαμος δεν ανέβαινε. Κατέβηκα στο δεύτερο όροφο.
Η πόρτα άνοιξε και βρέθηκα στο λόμπυ του ξενοδοχείου. Οι άντρες που δούλευαν για τον άντρα μου ήταν εκεί και τότε κατάλαβα πως θυμόμουν τα πάντα, πως δεν είχα ξεχάσει τίποτε. και ήμουν η μόνη. Ανάμεσα στους άντρες που δεν έδειχναν καμία απειλητική στάση προς τα μένα, βρισκόταν και ο Δολοφόνος μου που με κοιτούσε με περιέργεια. Αυτός ήξερε. Προσπαθούσε να καταλάβει τι ακριβώς θυμάμαι από όσα είδα. Κι εγώ αποφάσισα να προσποιηθώ πως δε θυμάμαι απολύτως τίποτα. Γυρνούσα ανάμεσα στους άντρες που κάθονταν χαλαροί στους καναπέδες και ζητούσα τον άντρα μου. Κανείς δεν ήξερε πού είναι. Ήθελα να μάθω για το χάρτη να βεβαιωθώ, πως δεν ήταν εκεί και όταν τους ρώτησα, κανείς δε γνώριζε για την ύπαρξη του χάρτη. Ο Δολοφόνος μου όμως κατάλαβε αμέσως πως θυμόμουν τα πάντα και κατευθύνθηκε προς το μέρος μου. Προσπάθησα να τρέξω για να του ξεφύγω και γύρισα ξανά μέσα στο ασανσέρ. Όμως αυτός πρόλαβε και μπήκε μέσα μαζί μου.
Έμεινε ακίνητος και με κοίταζε και αναγνώρισα την ίδια δυναμική ακινησία της αναποφασιστικότητας. Έμεινα για άλλη μία φορά εκεί περιμένοντας υπομονετικά το θάνατό μου, αλλά η στάση του χαλάρωσε και οι ώμοι του έπεσαν. Προς μεγάλη μου έκπληξη πάτησε το κουμπί επτά και το ασανσέρ κινήθηκε προς τα πάνω. Αν κατάφερνα να βρεθώ σε εκείνο τον όροφο δε θα θυμόμουν τίποτε και δε θα χρειαζόταν να με σκοτώσει. Και η επιλογή αυτή ήταν δική του. Κι όμως το ασανσέρ σταμάτησε στη μέση και άρχισε να κατεβαίνει. Βρεθήκαμε στο υπόγειο και όταν η πόρτα άνοιξε, η Ιρίνα στεκόταν μπροστά μας.
Με καλωσόρισε και μου συστήθηκε. Με ξενάγησε στους κοιτώνες και μου είπε τι δουλειά θα πρέπει να κάνω. Δε με θυμόταν. Κάθε μέρα έπρεπε να πηγαίνω στην Ασιάτισσα και φέρνω φαί για τους εργάτες στους κοιτώνες. Έβλεπα τους εργάτες γύρω μου και αμέσως κατάλαβα πως ήταν τα ίδια πρόσωπα τα οποία ήταν εκεί και την προηγούμενη φορά, αλλά όπως και η Ιρίνα κανείς δεν έδειχνε να με θυμάται. Ένα πρωινό η Ασιάτισσα έλειπε και όταν ρώτησα την Ιρίνα τι ακριβώς της είχε συμβεί και πού βρίσκεται, δεν ήξερε να μου απαντήσει διότι δεν ήξερε ποια είναι η Ασιάτισσα. Οι εξαφανίσεις των προσώπων ήταν κι αυτές εκεί.
Απεγνωσμένη κατέφυγα ξανά στην αποβάθρα, αποφασισμένη αυτή τη φορά, να μάθω τα πάντα για το τούνελ, πού οδηγεί και τι ακριβώς κάνει σε αυτούς τους ανθρώπους. Ο Δολοφόνος μου ήρθε μαζί μου και στεκόταν στο πλάι μου όταν ήρθαν από το διάδρομο τέσσερις άντρες με όπλα ντυμένοι στα χακί. Για μία ακόμη φορά πήρα το όπλο του Δολοφόνου μου και προστατεύοντας τον με το σώμα μου έριξα κάτω τους φρουρούς. Ο Δολοφόνος μου με κοίταξε με την ίδια απορία. Η Ιρίνα φάνηκε στο διάδρομο μαζί με τη συνοδεία της αλλά πρόσεξα και άλλη μία γυναίκα μαζί της. Ήταν ψηλή και είχε μαύρα κοντά μαλλιά. Δε χαμογελούσε και δε μου άρεσε καθόλου. Αυτή σκότωσε όσους φρουρούς ήταν ακόμη ζωντανοί και η Ιρίνα στράφηκε προς το μέρος μου. Με ρώτησε αν με ενδιαφέρει αυτό το τρένο τόσο ώστε να της σταθώ εμπόδιο και της απάντησα όχι. Μου χαμογέλασε και έκανε νόημα στο Δολοφόνο μου πως είχε έρθει η ώρα να με σκοτώσει. Έφυγε και με άφησε μόνη με το Δολοφόνο μου.
Αυτός με κοιτούσε και πάλι είδα μέσα του την ίδια πάλη. Οι ώμοι του χαλάρωσαν και το κεφάλι του έπεσε μπροστά, ξεθυμασμένα και παραιτημένα πια.
«τρεις φορές προσπάθησα να σε σκοτώσω και τρεις φορές απέτυχα, δε θα προσπαθήσω ξανά. 147 φορές έχω δει αυτό το τρένο να φεύγει στο τούνελ και την επόμενη μέρα οι εργάτες ξυπνάν ξανά στα κρεβάτια τους μέσα στους κοιτώνες. Δε θυμούνται τίποτε από αυτά που έζησαν. Όλοι έχουν χάσει τις ψυχές τους. Κι εσύ κι εγώ. Αυτός ήταν ο πόνος που νιώσαμε όλοι, λίγο πριν έρθουμε εδώ. Αλλά η δική σου είναι ακόμη έξω από εδώ και σε περιμένει. Και η δική μου είναι. Ίσως είναι και των άλλων αλλά αυτό δεν το ξέρω. Το μέρος αυτό είναι λάθος πια και έχει χάσει το σκοπό του. Ο Άντρας σου ήταν αυτός που το ελέγχει και όσοι προσπάθησαν να ελέγξει το μέρος αυτό, πιάστηκαν στο ατέρμονο αυτό τούνελ. Η Ιρίνα κάποτε θυμόταν αλλά έχει περάσει καιρός από τότε που σταμάτησε και αυτή. Θα έπρεπε να θυμάται, γιατί αυτή αποφασίζει ποιος θα μείνει και ποιος θα φύγει από το σταθμό. Υπάρχουν πολλοί που είναι εδώ τόσο καιρό όσο κι εγώ. Αλλά αυτοί δε θυμούνται, κανείς τους εκτός από μένα. Κανείς δεν ανήκει εδώ και η σήραγγα πάει καιρός που έχει αλλάξει πορεία. Και μετά ήρθες εσύ και τα πράγματα άλλαξαν, και όταν ξαναήρθες τα πράγματα άλλαξαν και πάλι. Και υπήρξαν πολλοί που πολέμησαν για να ελευθερωθεί αυτό το μέρος, να ανέβει ξανά πάνω από τη γη, να λειτουργεί σωστά αλλά όλοι έχασαν τις ελπίδες τους, ή χειρότερα, τις ξέχασαν. Εγώ παίζω το ρόλο μου χωρίς να το κάνω κι αυτό σωστά. Δεν ξέρω αν αποφάσισα σωστά, θα μπορούσες να μείνεις εδώ για πάντα, νεκρή εδώ, αλλά οι κύκλοι που υπάρχουν είναι μεγαλύτεροι από αυτή τη σήραγγα. Κι αν είναι να είσαι εσύ, αυτή που θα σπάσει τη σήραγγα για να γίνει όπως έπρεπε να ναι, τότε ας έχει, κι εγώ θα σ’ έχω βοηθήσει.» με αυτά τα λόγια μου γύρισε την πλάτη και έφυγε αφήνοντάς με μόνη πάνω στην προβλήτα.
Πέρασε ώρα και η Ιρίνα μπήκε με τη συνοδεία της στο φωτεινό δωμάτιο, η γυναίκα με τα μαύρα μαλλιά δίπλα της και ο Δολοφόνος μου να στέκεται στην άκρη και να με κοιτάζει με πόνο. Η πόρτα άνοιξε και οι εργάτες στάθηκαν μαζί μου στην πλατφόρμα. Μέσα στις γκρι στολές τους, κουβέντιαζαν αμέριμνα και αδιάφοροι και την τύχη τους περίμεναν όσο η προβλήτα προχωρούσε αργά προς το τέλος του τούνελ. Ο Δολοφόνος μου μέσα από το τζάμι με κοιτούσε και έβλεπα το σώμα του να σφίγγεται και τα χέρια του στο στήθος με τις γροθιές τους σφιγμένες.
Κατευθύνθηκα στο πίσω μέρος της πλατφόρμας, όπου ξεκινούσε το πορτοκαλί σεντόνι. Είδα τους κεντημένους αστερισμούς, αλλά αυτή τη φορά τους αναγνώρισα και ήξερα πως αυτός ήταν ο δικός μας ουρανός. Η γυναίκα με τα κόκκινα μαλλιά όμως δε βρισκόταν εκεί. τότε ένιωσε μέσα στη χούφτα μου να υπάρχουν δύο καφετιά χάπια και κατάπια το ένα. Περνώντας μπροστά από το γυάλινο δωμάτιο είδα το Δολοφόνο μου με μάτια κόκκινα να με κοιτάζει. Φαινόταν τόσο λυπημένος που η καρδιά μου άρχισε να λιώνει. Ο ήχος της αντήχησε στα τοιχώματα του τούνελ και για πρώτη φορά άκουσα κι εγώ το δικό της ήχο. Ίσως ήταν η πρώτη φορά που ακούστηκε καρδιά να χτυπάει σε αυτό το μέρος και οι εργάτες με κοίταξαν με απορία και καχυποψία. Αλλά εγώ κοιτούσα μόνο το Δολοφόνο μου.
Τότε τον είδα να κινείται αργά ανάμεσα στους ανθρώπους στο δωμάτιο και ανοίγοντας την πόρτα βρέθηκε μαζί μου στην προβλήτα. Πήγα προς το μέρος του και τον αγκάλιασα σφιχτά. Με φίλησε με πάθος και η δική του καρδιά άρχισε να χτυπάει. Ταράχτηκε με τον ήχο και έπιασε το στήθος του.
«πάει πολύς καιρός από τότε που άκουσα αυτή τη φωνή» μου είπε. Του έδωσα στο στόμα το δεύτερο χάπι που βρισκόταν στο χέρι μου και με κράτησε σφιχτά όσο η αποβάθρα πλησίαζε προς το τέλος του τούνελ. Είχα γαντζωθεί πάνω του και αυτός με κρατούσε όσο πιο σφιχτά μπορούσε. Το φως γύρω μας μεγάλωνε και ένιωθα τον αέρα να ζεσταίνεται και να μας πιέζει. Το φως φαινόταν να είναι φτιαγμένο από μια ύλη πυκνή που μας περικύκλωνε και προσπαθούσε να μπει ανάμεσα στη σφιχτή αγκαλιά μας. Αλλά ο Δολοφόνος μου κι εγώ το πολεμήσαμε για όση ώρα μπορούσαμε. Ήταν μάταιο. Το φως ήταν πολύ δυνατό. Κοίταξα για μια τελευταία φορά τα μάτια του Δολοφόνου μου και άφησα το σώμα μου στο έλεος αυτού του φωτός.
******
Δε θυμάμαι ακριβώς τη συνέχεια, θυμάμαι να προσπαθώ να κρατήσω το πρόσωπο του Δολοφόνου μου στο μυαλό μου και να πασχίζω με δύναμη να κρατήσω στη μνήμη μου όλα όσα έχουν συμβεί. Κι όμως για ένα μόνο είμαι σίγουρη.
Όταν ξύπνησα βρισκόμουν μέσα στην κοιλιά της μάνα μου και ένιωθα την ανάγκη να βγω από κει για να βρω το Δολοφόνο μου. Και από την ώρα που γεννήθηκα είχα μέσα μου τον ίδιο φόβο, πως θα τον ξεχάσω και δε θα τον βρω ποτέ.
Όταν ξύπνησα βρισκόμουν μέσα στην κοιλιά της μάνα μου και ένιωθα την ανάγκη να βγω από κει για να βρω το Δολοφόνο μου. Και από την ώρα που γεννήθηκα είχα μέσα μου τον ίδιο φόβο, πως θα τον ξεχάσω και δε θα τον βρω ποτέ.
Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2010
Ο Δολοφόνος μου pt1
Βρισκόμουν στο ξενοδοχείο του άντρα μου. Ευχόμουν να μην επιστρέψει. Δε μου ήταν καθόλου ευχάριστη η συντροφιά του και πάντα μου προξενούσε ένα αίσθημα φόβου. Οι άνθρωποι που δούλευαν για αυτόν δε μου μιλούσαν ποτέ. Αδιαφορούσαν παντελώς για μένα και η ίδια η ύπαρξή μου δεν τους αφορούσε καθόλου. Αλλά δε με ενοχλούσαν. Γυρνούσαν με τα γκρίζα ρούχα τους μέσα στον όροφο, προσπερνώντας με και ποτέ δε μου έριχναν ούτε μία ματιά. Μόνο ένας άντρας με τον οποίο δεν είχα ανταλλάξει ποτέ κουβέντα με κοίταζε συνέχεια αλλά η ματιά του δε με ενόχλησε ποτέ ούτε με έκανε να νιώσω άβολα. Αυτός ήταν ο Δολοφόνος μου και τα ρούχα του ήταν μαύρα.
Ο μόνος που με ενοχλούσε ήταν ο άντρας μου. Ο ίδιος τρόμος με έπιανε κάθε όταν έβλεπα αυτές τις τεράστιες πλάτες να πλησιάζουν. Αλλά εκείνη τη μέρα δεν ερχόταν κι εγώ περιφερόμουν άσκοπα στον όροφο του ξενοδοχείου. Στο μόνο όροφο που μου επιτρεπόταν να πάω, όταν αυτός έλειπε. Εκεί που οι άντρες του γυρνούσαν τεμπέλικα μιλώντας και βρίζοντας με μία χαλαρότητα που δεν ταίριαζε στη δουλειά τους. Αναζητώντας μοναξιά βρέθηκα μέσα σε ένα φωτεινό δωμάτιο δίχως έπιπλα με άσπρους τοίχους, όπου το μόνο που υπήρχε ήταν ένα μεγάλο τραπέζι.
Τότε ο Φίλος μου μπήκε μέσα στο δωμάτιο λαχανιασμένος. Είχα να τον δω καιρό, όπως και όλους τους άλλους γνωστούς μου στη μακροχρόνια κράτησή μου. Η αγωνία μου κορυφώθηκε, όταν τον είδα γιατί ήξερα, πως δε θα έπρεπε να βρίσκεται εκεί, κανείς δεν μπορούσε να επισκεφθεί εμένα, πόσο μάλλον σε αυτόν τον όροφο, τον τόσο καλά φυλαγμένο. έκλεισε την πόρτα πίσω του και επειδή είχε λίγο χρόνο μόνο στη διάθεσή του, μου μίλησε γρήγορα. Μου είπε πως ο άντρας μου έχει στην κατοχή του ένα χάρτη, μιας περιοχής κάτω από το έδαφος. Δεν ήξερε τι ακριβώς σκόπευε να κάνει με το χάρτη αυτό και τι σκοπούς είχε για τη συγκεκριμένη περιοχή, αλλά ήταν σίγουρος ότι αν πείραζε οτιδήποτε στο υπόγειο αυτό μέρος, θα σήμαινε το τέλος. Τα λόγια του μέσα μου αντήχησαν και κατάλαβα περισσότερα από όσα μου είπε. Χωρίς να σκεφτώ ξεκόλλησα το χάρτη από το τραπέζι και του τον έδωσα. Του είπα να φύγει γρήγορα. Αυτός έμεινε για ένα λεπτό ελπίζοντας πως θα πάω μαζί του κι όμως και οι δύο ξέραμε πως δε θα μπορούσα να φύγω. Ο Φίλος μου έφυγε γρήγορα και πολλοί άντρες τον κυνήγησαν αλλά ήμουν σίγουρη πως κατάφερε και ξέφυγε μακριά τους.
Ο Δολοφόνος μου ανέκφραστος είχε παρακολουθήσει όλη τη σκηνή και δε μίλησε ούτε λίγο. Τα μάτια του ήταν και πάλι καρφωμένα πάνω μου και στεκόταν στην ίδια στάση όπως πάντα. Πιάνοντας τον ένα του καρπό με το άλλο του χέρι, όρθιος ευθεία μπροστά μου. Κούνησε το κεφάλι το ύφος της απογοήτευσης, που δείχνει κάποιος όταν νοιάζεται και αυτό με έκανε να απορήσω.
Ο άντρας μου γύρισε γρήγορα και είχε ήδη γνώση της ευθύνης που κατείχα για τον εκλιπόντα χάρτη. Ο ξυλοδαρμός μου ήταν χειρότερος από ποτέ, αλλά αυτή τη φορά ο Δολοφόνος μου με κοιτούσε και έψαχνα να βρω στα μάτια του ένα αίσθημα συμπόνιας. Τίποτε δε βρήκα εκεί μέσα, μόνο το άδειο βλέμμα του καρφωμένο πάνω μου, και επιδεικτική έλλειψη στοργής με πόνεσε περισσότερο από τον ζωώδη θυμό του άντρα μου. Αυτός διέταξε τους άντρες του να με συνοδέψουν μακριά. Πρώτος ο Δολοφόνος μου άνοιγε το δρόμο και ακολουθούσα εγώ με τους δύο φρουρούς στο πλάι μου.
Το ασανσέρ μας μετέφερε στο υπόγειο. Μπροστά μου στεκόταν μία γυναίκα, γύρω στα πενήντα, αλλά πολύ αθλητική με μακριά ξανθά μαλλιά. Ήταν όμορφη αλλά με τη σκληρή ομορφιά του ανθρώπου που έχει αλείψει τα χέρια του με αίμα. Μου χαμογελούσε ευγενικά. Ο Δολοφόνος βγήκε μαζί μου, σκιά πιστή και οι δύο φρουροί επέστρεψαν στο αφεντικό τους.
Η γυναίκα, η Ιρίνα ήταν διευθύντρια αυτού του υπόγειου σταθμού. Στους κοιτώνες έμεναν άνθρωποι ντυμένοι στις γκρίζες στολές τους από κακοφτιαγμένη τσόχα, κουμπωμένες σφιχτά στο λαιμό, με το βλέμμα τους άδειο, το βλέμμα του ανθρώπου που δεν περιμένει τίποτα, του ανθρώπου που έχει χωριστεί βάρβαρα από την ψυχή του. Τα κεφάλια όλων ήταν σκυμμένα και δε διέκρινα καμιά ανησυχία στα πρόσωπά τους. Η Ιρίνα με ξενάγησε, ευγενική και χαμογελαστή, αλλά δε μου άρεσε ούτε αυτή ούτε και το χαμόγελό της. Όλοι δούλευαν γύρω μας. Η δική μου δουλειά θα ήταν πολύ εύκολη. Κάθε μέρα έπαιρνα φαγητό από την Ασιάτισσα, θα το μοίραζα στους κοιτώνες και θα τελείωνα. Ο Δολοφόνος μου περπατούσε από πίσω μου με αθόρυβα βήματα χωρίς να μιλάει.
Από τότε και κάθε μέρα πήγαινα στην Ασιάτισσα και έπαιρνα φαγητό ενώ σε όλη τη διαδρομή, ο Δολοφόνος μου με ακολουθούσε, αρκετά μέτρα μακριά, όχι σαν παρέα, αλλά ούτε και σαν ξένος που σε παρακολουθεί κρυφά, στην ακριβή απόσταση που ορίζει έναν απλό άνθρωπο από το Δολοφόνο του. Η παρουσία του δε με ενοχλούσε. Με ενοχλούσε το ανέκφραστο ύφος του και η αδυναμία του να μου μιλήσει- η μοναξιά μου ήταν βάρος που έσερνα για καιρό. Τα πρόσωπα στους κοιτώνες είχαν αρχίσει να μου γίνονται οικεία και με τον καιρό άρχισα να προσέχω πως μερικά πρόσωπα εξαφανίζονταν, σιωπηλά και χωρίς απορίες. Ήταν φανερό πως μόνο σε μένα φαινόταν μυστηριώδεις αυτές οι εξαφανίσεις και με λίγες ντροπαλές ερωτήσεις δεν έμαθα απολύτως τίποτα. Όχι, το τίποτα δεν είναι σωστό. Έμαθα πως οι άνθρωποι που εξαφανίζονταν έμοιαζαν να μην είχαν περάσει ποτέ από κείνο το μέρος, γιατί κανείς δεν καταλάβαινε για ποιους μιλούσα.
Μια μέρα δεν πήγα στην Ασιάτισσα για φαγητό. Ήθελα να μάθω πού ακριβώς δουλεύουν οι εργάτες. Ακολούθησα κάποιον τυχαίο και βρέθηκα στο πιο σκοτεινό μέρος εκείνου του υπογείου, έχοντας μονίμως την αδρεναλίνη μου ανεβασμένη γνωρίζοντας πως δεν έπρεπε να βρίσκομαι εκεί. πολλές γκρίζες στολές έσκαβαν σιωπηλά και ανέκφραστα, φτιάχνοντας μια τεράστια υπόγεια σήραγγα με ράγες στο έδαφος. Μια μεγάλη πλατφόρμα, πλατιά και μακριά φτιαχνόταν ακόμη, έτοιμη να τσουλήσει αργά προς το τέλος της σήραγγας που χανόταν στο σκοτάδι. Ο Δολοφόνος μου είχε έρθει μαζί μου, ακολουθώντας με πάντα στην ίδια στάση. Οι εργάτες σχόλασαν και το μέρος άδειασε. Έμεινε μόνο η επίμονη μυρωδιά που βγάζει το υπό κατεργασία σίδερο.
Ο μόνος που με ενοχλούσε ήταν ο άντρας μου. Ο ίδιος τρόμος με έπιανε κάθε όταν έβλεπα αυτές τις τεράστιες πλάτες να πλησιάζουν. Αλλά εκείνη τη μέρα δεν ερχόταν κι εγώ περιφερόμουν άσκοπα στον όροφο του ξενοδοχείου. Στο μόνο όροφο που μου επιτρεπόταν να πάω, όταν αυτός έλειπε. Εκεί που οι άντρες του γυρνούσαν τεμπέλικα μιλώντας και βρίζοντας με μία χαλαρότητα που δεν ταίριαζε στη δουλειά τους. Αναζητώντας μοναξιά βρέθηκα μέσα σε ένα φωτεινό δωμάτιο δίχως έπιπλα με άσπρους τοίχους, όπου το μόνο που υπήρχε ήταν ένα μεγάλο τραπέζι.
Τότε ο Φίλος μου μπήκε μέσα στο δωμάτιο λαχανιασμένος. Είχα να τον δω καιρό, όπως και όλους τους άλλους γνωστούς μου στη μακροχρόνια κράτησή μου. Η αγωνία μου κορυφώθηκε, όταν τον είδα γιατί ήξερα, πως δε θα έπρεπε να βρίσκεται εκεί, κανείς δεν μπορούσε να επισκεφθεί εμένα, πόσο μάλλον σε αυτόν τον όροφο, τον τόσο καλά φυλαγμένο. έκλεισε την πόρτα πίσω του και επειδή είχε λίγο χρόνο μόνο στη διάθεσή του, μου μίλησε γρήγορα. Μου είπε πως ο άντρας μου έχει στην κατοχή του ένα χάρτη, μιας περιοχής κάτω από το έδαφος. Δεν ήξερε τι ακριβώς σκόπευε να κάνει με το χάρτη αυτό και τι σκοπούς είχε για τη συγκεκριμένη περιοχή, αλλά ήταν σίγουρος ότι αν πείραζε οτιδήποτε στο υπόγειο αυτό μέρος, θα σήμαινε το τέλος. Τα λόγια του μέσα μου αντήχησαν και κατάλαβα περισσότερα από όσα μου είπε. Χωρίς να σκεφτώ ξεκόλλησα το χάρτη από το τραπέζι και του τον έδωσα. Του είπα να φύγει γρήγορα. Αυτός έμεινε για ένα λεπτό ελπίζοντας πως θα πάω μαζί του κι όμως και οι δύο ξέραμε πως δε θα μπορούσα να φύγω. Ο Φίλος μου έφυγε γρήγορα και πολλοί άντρες τον κυνήγησαν αλλά ήμουν σίγουρη πως κατάφερε και ξέφυγε μακριά τους.
Ο Δολοφόνος μου ανέκφραστος είχε παρακολουθήσει όλη τη σκηνή και δε μίλησε ούτε λίγο. Τα μάτια του ήταν και πάλι καρφωμένα πάνω μου και στεκόταν στην ίδια στάση όπως πάντα. Πιάνοντας τον ένα του καρπό με το άλλο του χέρι, όρθιος ευθεία μπροστά μου. Κούνησε το κεφάλι το ύφος της απογοήτευσης, που δείχνει κάποιος όταν νοιάζεται και αυτό με έκανε να απορήσω.
Ο άντρας μου γύρισε γρήγορα και είχε ήδη γνώση της ευθύνης που κατείχα για τον εκλιπόντα χάρτη. Ο ξυλοδαρμός μου ήταν χειρότερος από ποτέ, αλλά αυτή τη φορά ο Δολοφόνος μου με κοιτούσε και έψαχνα να βρω στα μάτια του ένα αίσθημα συμπόνιας. Τίποτε δε βρήκα εκεί μέσα, μόνο το άδειο βλέμμα του καρφωμένο πάνω μου, και επιδεικτική έλλειψη στοργής με πόνεσε περισσότερο από τον ζωώδη θυμό του άντρα μου. Αυτός διέταξε τους άντρες του να με συνοδέψουν μακριά. Πρώτος ο Δολοφόνος μου άνοιγε το δρόμο και ακολουθούσα εγώ με τους δύο φρουρούς στο πλάι μου.
Το ασανσέρ μας μετέφερε στο υπόγειο. Μπροστά μου στεκόταν μία γυναίκα, γύρω στα πενήντα, αλλά πολύ αθλητική με μακριά ξανθά μαλλιά. Ήταν όμορφη αλλά με τη σκληρή ομορφιά του ανθρώπου που έχει αλείψει τα χέρια του με αίμα. Μου χαμογελούσε ευγενικά. Ο Δολοφόνος βγήκε μαζί μου, σκιά πιστή και οι δύο φρουροί επέστρεψαν στο αφεντικό τους.
Η γυναίκα, η Ιρίνα ήταν διευθύντρια αυτού του υπόγειου σταθμού. Στους κοιτώνες έμεναν άνθρωποι ντυμένοι στις γκρίζες στολές τους από κακοφτιαγμένη τσόχα, κουμπωμένες σφιχτά στο λαιμό, με το βλέμμα τους άδειο, το βλέμμα του ανθρώπου που δεν περιμένει τίποτα, του ανθρώπου που έχει χωριστεί βάρβαρα από την ψυχή του. Τα κεφάλια όλων ήταν σκυμμένα και δε διέκρινα καμιά ανησυχία στα πρόσωπά τους. Η Ιρίνα με ξενάγησε, ευγενική και χαμογελαστή, αλλά δε μου άρεσε ούτε αυτή ούτε και το χαμόγελό της. Όλοι δούλευαν γύρω μας. Η δική μου δουλειά θα ήταν πολύ εύκολη. Κάθε μέρα έπαιρνα φαγητό από την Ασιάτισσα, θα το μοίραζα στους κοιτώνες και θα τελείωνα. Ο Δολοφόνος μου περπατούσε από πίσω μου με αθόρυβα βήματα χωρίς να μιλάει.
Από τότε και κάθε μέρα πήγαινα στην Ασιάτισσα και έπαιρνα φαγητό ενώ σε όλη τη διαδρομή, ο Δολοφόνος μου με ακολουθούσε, αρκετά μέτρα μακριά, όχι σαν παρέα, αλλά ούτε και σαν ξένος που σε παρακολουθεί κρυφά, στην ακριβή απόσταση που ορίζει έναν απλό άνθρωπο από το Δολοφόνο του. Η παρουσία του δε με ενοχλούσε. Με ενοχλούσε το ανέκφραστο ύφος του και η αδυναμία του να μου μιλήσει- η μοναξιά μου ήταν βάρος που έσερνα για καιρό. Τα πρόσωπα στους κοιτώνες είχαν αρχίσει να μου γίνονται οικεία και με τον καιρό άρχισα να προσέχω πως μερικά πρόσωπα εξαφανίζονταν, σιωπηλά και χωρίς απορίες. Ήταν φανερό πως μόνο σε μένα φαινόταν μυστηριώδεις αυτές οι εξαφανίσεις και με λίγες ντροπαλές ερωτήσεις δεν έμαθα απολύτως τίποτα. Όχι, το τίποτα δεν είναι σωστό. Έμαθα πως οι άνθρωποι που εξαφανίζονταν έμοιαζαν να μην είχαν περάσει ποτέ από κείνο το μέρος, γιατί κανείς δεν καταλάβαινε για ποιους μιλούσα.
Μια μέρα δεν πήγα στην Ασιάτισσα για φαγητό. Ήθελα να μάθω πού ακριβώς δουλεύουν οι εργάτες. Ακολούθησα κάποιον τυχαίο και βρέθηκα στο πιο σκοτεινό μέρος εκείνου του υπογείου, έχοντας μονίμως την αδρεναλίνη μου ανεβασμένη γνωρίζοντας πως δεν έπρεπε να βρίσκομαι εκεί. πολλές γκρίζες στολές έσκαβαν σιωπηλά και ανέκφραστα, φτιάχνοντας μια τεράστια υπόγεια σήραγγα με ράγες στο έδαφος. Μια μεγάλη πλατφόρμα, πλατιά και μακριά φτιαχνόταν ακόμη, έτοιμη να τσουλήσει αργά προς το τέλος της σήραγγας που χανόταν στο σκοτάδι. Ο Δολοφόνος μου είχε έρθει μαζί μου, ακολουθώντας με πάντα στην ίδια στάση. Οι εργάτες σχόλασαν και το μέρος άδειασε. Έμεινε μόνο η επίμονη μυρωδιά που βγάζει το υπό κατεργασία σίδερο.
καλύτερα ξεκούρδιστοι pt2
για αυτούς που ακόμα αγκαλιάζονται στο χώμα, για αυτούς που δεν ακούν ραδιόφωνο μέσω ίντερνετ, για αυτούς που στα αμάξια τους υπάρχουν κασσέτες και όχι cd, για αυτούς που τραγουδάνε όταν περπατάνε στο δρόμο, για αυτούς που δεν τους νοιάζει να κοιμηθούν σε κρεβάτι, για αυτούς που δίνουν κερασμένο το τελευταίο τσιγάρο στο πακέτο τους, για αυτούς που γελάν ακόμα με τα ανέκδοτα για τη μικρή Αννούλα,
για αυτούς που σκοντάφτουν στο δρόμο επειδή κοιτάνε τα σύννεφα, για αυτούς που όσα λεφτά και να βγάλουν πάλι ξέφραγκοι θα ναι, για αυτούς που αφήνουν τις δουλειές τους στη μέση, για αυτούς ακόμη πορώνονται όταν ακούν το other side κι ας μην το λένε, για αυτούς που στα δύσκολα θα βρεθεί ένα σκονισμένο cd της χαρούλας χωμένο σε κάποιο γραφείο,
για αυτούς που ποτέ μα ποτέ δεν πετάνε τα παλιά πράγματα και γουστάρουν να τα κοιτάνε μια φορά το χρόνο, για αυτούς που δεν σκαλίζουν τη ζωή τους και την παίρνουν όπως έρχεται, για αυτούς που δεν κόβουν το καρπούζι και το τρώνε σε φέτες, για αυτούς που δεν κουβαλάνε ομπρέλα, για αυτούς που δεν πετάνε τα παλιά τρύπια παπούτσια, για αυτούς που καταπιέζονται με τα μαγιώ, για αυτούς δεν έχουν κουρδιστήρι για την κιθάρα και δεν παίζουν με φυλλάδια kithara.vu, για αυτούς που όταν ξυπνάν αναρωτιουνται πού βρίσκονται, για αυτούς που άμα πιουν λεν κ μια μαλακία παραπανω, για αυτούς που δε γουστάρουν διακοπές όταν διαβάζουν ένα καλό βιβλίο, για αυτούς που πίνουν ακόμη κονιάκ, για αυτούς που δε λένε ψέματα στη μάνα τους όταν τρων τα λεφτά τους σε ποτά, τσιγάρα και ταξίδια, για αυτούς που δίνουν τα χτυπημένα τους εισητήρια στον επόμενο επιβάτη....
παιδιά! μη μασάτε!
για αυτούς που σκοντάφτουν στο δρόμο επειδή κοιτάνε τα σύννεφα, για αυτούς που όσα λεφτά και να βγάλουν πάλι ξέφραγκοι θα ναι, για αυτούς που αφήνουν τις δουλειές τους στη μέση, για αυτούς ακόμη πορώνονται όταν ακούν το other side κι ας μην το λένε, για αυτούς που στα δύσκολα θα βρεθεί ένα σκονισμένο cd της χαρούλας χωμένο σε κάποιο γραφείο,
για αυτούς που ποτέ μα ποτέ δεν πετάνε τα παλιά πράγματα και γουστάρουν να τα κοιτάνε μια φορά το χρόνο, για αυτούς που δεν σκαλίζουν τη ζωή τους και την παίρνουν όπως έρχεται, για αυτούς που δεν κόβουν το καρπούζι και το τρώνε σε φέτες, για αυτούς που δεν κουβαλάνε ομπρέλα, για αυτούς που δεν πετάνε τα παλιά τρύπια παπούτσια, για αυτούς που καταπιέζονται με τα μαγιώ, για αυτούς δεν έχουν κουρδιστήρι για την κιθάρα και δεν παίζουν με φυλλάδια kithara.vu, για αυτούς που όταν ξυπνάν αναρωτιουνται πού βρίσκονται, για αυτούς που άμα πιουν λεν κ μια μαλακία παραπανω, για αυτούς που δε γουστάρουν διακοπές όταν διαβάζουν ένα καλό βιβλίο, για αυτούς που πίνουν ακόμη κονιάκ, για αυτούς που δε λένε ψέματα στη μάνα τους όταν τρων τα λεφτά τους σε ποτά, τσιγάρα και ταξίδια, για αυτούς που δίνουν τα χτυπημένα τους εισητήρια στον επόμενο επιβάτη....
παιδιά! μη μασάτε!
καλύτερα ξεκούρδιστοι
ανανάς, χρυσόψαρα, νέα υόρκη, κόκκινα χείλη, πράσινος κύβος, πατίνια για αρχάριους, smooth grass, ηλιοτρόπιο απροσανατόλιστο, καλημέρα κύριε γείτονα, καρπός ζουμερός, δέρμα λευκό, χαμόγελο με δόντια ασπρα και στραβά, jungle drums, τσιγαράκι στριμένο φουσκωτό, λιακάδα στο μπαλκόνι, καρπουζάκι στη θάλασσα, this is a happy end.
Παρασκευή 15 Ιανουαρίου 2010
αλε ρετουρ και πιπες καλαβρέικες.
ε λοιπόν.! δεν υπάρχει μεγαλύτερη μαλακία σε ένα ταξίδι από το εισητήριο μετ'επιστροφής.
η ημερομηνία επιστροφής είναι η μεγαλύτερη τσούλα. κάθομαι τώρα και κοιτάω εισητήρια για να επισκευτώ όλους τους φίλους που φεύγουν στας ευρώπας και με παρατούν κι εγώ αλλο που δε θέλω.
αλλά όταν πας ταξίδι, το πρώτο που πρέπει να έχεις είναι καρδιά ανοιχτή. δεν ξέρεις τι θα βρεθεί μπροστά σου όταν φτάσεις εκεί, τι θα δεις, τι θα γνωρίσεις, πώς θα είναι οι μέρες σου, και για αυτό πας άλλωστε. κι αν τα πραγματα τα φέρουν αλλιώς, θα προσαρμοστείς κι εσύ, θα πεις ναι. αυτό είναι το ταξίδι. το να έχεις εισητήριο επιστροφής είναι μια μαλακία οργουελική που λέει κι ο maekius.
αυτή η ασφάλεια της επιστροφής την τάδε ημερομηνία, είναι κάτι που σκοτώνει το ταξίδι για τα καλά. και δεν ξέρω πώς μπορώ να το αποφύγω.
όποιος έχει ιδέες για να φύγω και να μην ξεφραγκιαστώ για να γυρίσω, να μου το πει να κανονίσω την πορεία μου. αυτά τα ολίγα.!
Δευτέρα 11 Ιανουαρίου 2010
μην πιστεύεις, μην γκρινιάζεις, μην εισαι μαλάκας
μη μασάς. μην πιστεύεις. κόσκινο. ό,τι σου πουν από κόσκινο. καλως ήρθατε στο 2010, όπου δεν πιστεύεις ούτε αυτά που ακούς όυτε αυτά που βλέπεις. και τι πιστεύεις. όσα μπορείς. όσα χωράς. όσα σου λέει το μέσα σου. δεν έχει άδικο. ξέρω είναι δύσκολο να το πιστεύεις με τα γεγονότα όλα κόντρα. αλλά με τα γεγονότα θα τα κάνεις σκατά. εγώ τα κανα. εδώ δεν έχει μεγάλες φιλοσοφίες και φούσκες συνείδησης. εδώ η ώρα ειναι περασμένη, το τσιπουρο περισσεύει και το μόνο που με κρατάει εδώ είναι το νερό του μπάνιου που ακόμα δε ζεστάθηκε.
δυο πραματάκια όλα κι όλα, ασχετα τόσο μεταξυ τους όσο και με τον πρόλογο.
αμα έχεις να κάνεις μια δουλειά, ΚΑΝΤΗΝ ΠΟΥ ΝΑ ΠΑΡΕΙ Ο ΔΙΑΟΛΟΣ! ΚΑΙ ΜΗ ΓΚΡΙΝΙΑΖΕΙΣ ΓΙ ΑΥΤΌ. ναι το ξέρω. είσαι φοιτητής. είναι τόσο δύσκολα να διαβάζεις 2 μήνες σύνολο το χρόνο, ζορίζεσαι απίστευτα, η ζωή σου είναι μια κόλαση. αλλα χαλάρωσε. ναι! δεν το πιστεύω ότι το λέω αλλά χαλάρωσε. αμα δε γουστάρεις τη σχολή σου σήκω φύγε. αμα τη γουστάρεις βγάλτην. αμα θες γκόμενα βρες. αμα θες να περάσεις μαθήματα διάβασε. αμα θες να ξεκουραστείς κοιμήσου. ΑΛΛΑ ΣΤΑΜΑΤΑ ΝΑ ΓΚΡΙΝΙΑΖΕΙΣ!!!
ναι ναι ξέρω μαζί κι εγώ. δεν τολμάω να βγάλω την ουρά μου απο εξω. όσο είναι η ουρά μέσα ολα μελι γάλα. αμα βγει η ουρά έξω τότε είμαι η μεγαλύτερη γκρινιάρα του σύμπαντος.
ετσι είναι κυρία μου. ο αυτοσαρκασμός έχει όχι διπλή, τετραπλή aka 2^2 αξία. δηλαδή. αμα αυτοσαρκάζεσαι. εμ τους προλαβαίνεις, εμ δεν τα ακούς, εμ εισαι κ μάγκας, εμ τα λες και καλύτερα. αμα είναι να δουλέψει κανείς εμενα ας το κάνω μόνη που ένα ταλέντο έχω κ τον ερμη στον καρκίνο.
αυτό ήταν το ένα.
το δύο... α το δύο! το δύο λοιπόν, είναι σιχαμερο, απαίσιο, ματαιόδοξο, φοβισμένο, αληθινό ως αηδίας, μαλακισμένο ως εκεί που δεν πάει. αλλά υπάρχει κ ζει εδώ αναμεσά μας. ντρέπομαι να το αναλύσω είναι η αλήθεια, κ τώρα που στό πα, ακόμα περισσότερο. αλλά δε γαμεί. το τσίπουρο γράφει κ τα λέει ωραία, εδώ συμπόσιο ολόκληρο βγήκε με τα τσίπουρα, δεν έχω θράσος να το αμφισβητήσω.
το δύο λοιπόν. το χεις μάθει. το δύο. πχ. πόρτες. αν ένα πούλι είναι μόνο του το χτυπάς κ το τρώει η μαγδάλω με το στόμα το μεγάλο. αν ένας άνθρωπος είναι μόνος του, αχ και ούχ και ύφη περίληπα και ευγενικά χαμόγελα και λες και είναι ο καημένος ο έρμος που ζητά αποκατάσταση.
που τα μάθατε αυτά ρε παιδιά. εμείς εδώ μόνοι μας μεγαλώσαμε και πόσο μάλλον οι δικοί μου οι τύποι που ούτε αδέλφια είχαν μεγαλώνοντας, εχουμε μάθει πολύ καλά να σας γράφουμε στα αρχίδια μας όλους εσάς τους σπουδαγμένους τους εξασφαλισμένους τους κακόμοιρους μικρούς ανθρωποειδείς ελληναράδες που ζευγαρωμένοι κοιτάτε με ύφος λύπης όλους τους υπόλοιπους και ιοθετείτε και πατρικό ύφος αποκατάστασης, φοβάμαι μην αρχίσετε να με γεμίζετε και προικιά σαν καμιά γεροξεκουτιασμένη θεια, και μες στη μαλακισμένη σας κατάσταση δε βλέπετε πέρα από τη μύτη σας. λυπάμαι που σας ενημερώνω κυρίες και κύριοι των κυρίων και των κυριών, ότι εμείς οι άνθρωποι που μεγαλώσαμε και ζήσαμε μόνοι, βλέπουμε κάτι τέτοια ανθρωπακια σαν κι εσάς και γελάμε, σας λυπόμαστε και νιώθουμε ρεζίλι. αλλά δεν υπάρχει σε καμία γλώσσα, ούτε στην ελληνική, που λέει κι ο τσαβαρία, ουσιαστικό που να εκφράζει τη ντροπή που νιώθεις μπροστά στη γελοιότητα του άλλου. εμείς μάθαμε στα δύσκολα, πίσω από την πλάτη να σφίγγουμε το ένα χέρι με το άλλο και να παίρνουμε κουράγιο από κει, η καρδιά μας να χτυπάει για 10, να κάνουμε οικογένεια αυτούς που πραγματικά αγαπάμε και αξιζουν δυο δυάρες παραπάνω, και όχι όποιον κάτσει όποιον τύχει όποιον μας πει τι όμορφοι είμαστε, πόσο μας παν καλέ τα μωβ, τι καλα θα ταν να μασταν ΜΑΖΙ να περνούσαμε καλά να κάνουμε σχέση να σε φιλώ στα φανερά να σε κρατάω από τη μέση. ρε δε γαμιέστε λέω γω, που θα αποκαταστήσετε εσείς εμενα? μπαμπουίνοι~!
δυο πραματάκια όλα κι όλα, ασχετα τόσο μεταξυ τους όσο και με τον πρόλογο.
αμα έχεις να κάνεις μια δουλειά, ΚΑΝΤΗΝ ΠΟΥ ΝΑ ΠΑΡΕΙ Ο ΔΙΑΟΛΟΣ! ΚΑΙ ΜΗ ΓΚΡΙΝΙΑΖΕΙΣ ΓΙ ΑΥΤΌ. ναι το ξέρω. είσαι φοιτητής. είναι τόσο δύσκολα να διαβάζεις 2 μήνες σύνολο το χρόνο, ζορίζεσαι απίστευτα, η ζωή σου είναι μια κόλαση. αλλα χαλάρωσε. ναι! δεν το πιστεύω ότι το λέω αλλά χαλάρωσε. αμα δε γουστάρεις τη σχολή σου σήκω φύγε. αμα τη γουστάρεις βγάλτην. αμα θες γκόμενα βρες. αμα θες να περάσεις μαθήματα διάβασε. αμα θες να ξεκουραστείς κοιμήσου. ΑΛΛΑ ΣΤΑΜΑΤΑ ΝΑ ΓΚΡΙΝΙΑΖΕΙΣ!!!
ναι ναι ξέρω μαζί κι εγώ. δεν τολμάω να βγάλω την ουρά μου απο εξω. όσο είναι η ουρά μέσα ολα μελι γάλα. αμα βγει η ουρά έξω τότε είμαι η μεγαλύτερη γκρινιάρα του σύμπαντος.
ετσι είναι κυρία μου. ο αυτοσαρκασμός έχει όχι διπλή, τετραπλή aka 2^2 αξία. δηλαδή. αμα αυτοσαρκάζεσαι. εμ τους προλαβαίνεις, εμ δεν τα ακούς, εμ εισαι κ μάγκας, εμ τα λες και καλύτερα. αμα είναι να δουλέψει κανείς εμενα ας το κάνω μόνη που ένα ταλέντο έχω κ τον ερμη στον καρκίνο.
αυτό ήταν το ένα.
το δύο... α το δύο! το δύο λοιπόν, είναι σιχαμερο, απαίσιο, ματαιόδοξο, φοβισμένο, αληθινό ως αηδίας, μαλακισμένο ως εκεί που δεν πάει. αλλά υπάρχει κ ζει εδώ αναμεσά μας. ντρέπομαι να το αναλύσω είναι η αλήθεια, κ τώρα που στό πα, ακόμα περισσότερο. αλλά δε γαμεί. το τσίπουρο γράφει κ τα λέει ωραία, εδώ συμπόσιο ολόκληρο βγήκε με τα τσίπουρα, δεν έχω θράσος να το αμφισβητήσω.
το δύο λοιπόν. το χεις μάθει. το δύο. πχ. πόρτες. αν ένα πούλι είναι μόνο του το χτυπάς κ το τρώει η μαγδάλω με το στόμα το μεγάλο. αν ένας άνθρωπος είναι μόνος του, αχ και ούχ και ύφη περίληπα και ευγενικά χαμόγελα και λες και είναι ο καημένος ο έρμος που ζητά αποκατάσταση.
που τα μάθατε αυτά ρε παιδιά. εμείς εδώ μόνοι μας μεγαλώσαμε και πόσο μάλλον οι δικοί μου οι τύποι που ούτε αδέλφια είχαν μεγαλώνοντας, εχουμε μάθει πολύ καλά να σας γράφουμε στα αρχίδια μας όλους εσάς τους σπουδαγμένους τους εξασφαλισμένους τους κακόμοιρους μικρούς ανθρωποειδείς ελληναράδες που ζευγαρωμένοι κοιτάτε με ύφος λύπης όλους τους υπόλοιπους και ιοθετείτε και πατρικό ύφος αποκατάστασης, φοβάμαι μην αρχίσετε να με γεμίζετε και προικιά σαν καμιά γεροξεκουτιασμένη θεια, και μες στη μαλακισμένη σας κατάσταση δε βλέπετε πέρα από τη μύτη σας. λυπάμαι που σας ενημερώνω κυρίες και κύριοι των κυρίων και των κυριών, ότι εμείς οι άνθρωποι που μεγαλώσαμε και ζήσαμε μόνοι, βλέπουμε κάτι τέτοια ανθρωπακια σαν κι εσάς και γελάμε, σας λυπόμαστε και νιώθουμε ρεζίλι. αλλά δεν υπάρχει σε καμία γλώσσα, ούτε στην ελληνική, που λέει κι ο τσαβαρία, ουσιαστικό που να εκφράζει τη ντροπή που νιώθεις μπροστά στη γελοιότητα του άλλου. εμείς μάθαμε στα δύσκολα, πίσω από την πλάτη να σφίγγουμε το ένα χέρι με το άλλο και να παίρνουμε κουράγιο από κει, η καρδιά μας να χτυπάει για 10, να κάνουμε οικογένεια αυτούς που πραγματικά αγαπάμε και αξιζουν δυο δυάρες παραπάνω, και όχι όποιον κάτσει όποιον τύχει όποιον μας πει τι όμορφοι είμαστε, πόσο μας παν καλέ τα μωβ, τι καλα θα ταν να μασταν ΜΑΖΙ να περνούσαμε καλά να κάνουμε σχέση να σε φιλώ στα φανερά να σε κρατάω από τη μέση. ρε δε γαμιέστε λέω γω, που θα αποκαταστήσετε εσείς εμενα? μπαμπουίνοι~!
Παρασκευή 8 Ιανουαρίου 2010
όπου γης...
και πατρις, καταγής, παναγής κι ότι άλλο θες, εμένα το ίδιο μου ειναι! μη σε απασχολεί, έτσι κι αλλιώς κρίση είναι θα περάσει, ανθρωποι είμαστε, λάθη κάνουμε, εσύ αμα δε θες να κάνεις τότε διάλεξες λάθος είδος, να πας να γίνεις δελφίνι, αρκουδα, σαύρα, ό,τι σε εμπνέει, και το καλό με εμάς τους ανθρώπους λοιπόν είναι ότι όσο χαλαρός άνθρωπος και να σαι, όσο απλά και να βλέπεις τα πράγματα πάντα σχηματίζεις μέσα σου τόσο μεγάλα χάσματα, από κεινα που δε γουστάρεις να τα γεφυρωσεις αλλα να κάτσεις εσυ στη μια άκρη του χάσματος, ο εαυτός σου στην άλλη άκρη και να κοιτιέστε και να λέτε τι ωραία που πατε κι οι δυο με τη θέα.
μου το λέει η Αλάνις εδώ και μήνες και μου το λέει και τώρα. μαλάκας αλλά σοφός, ελεύθερη αλλά καθηλωμένη, ταπί αλλά χαμογελαστή, εκστασιασμένη αλλα στα πόδια σου, γενναία αλλά και κότα, βιρτουόζος αλλά τσομπάνης, φιλική και σκύλα, κομμάτια και γελαστή, ειμαι εδώ αλλά εχω ήδη φύγει, και ούτε εγώ δεν ξέρω πώς λειτουργεί αυτό το σύστημα, ότι μαλακιες και να σου πω δεν έχω την παραμικρή ιδέα, αλλά να ξέρεις και το ξέρω κι εγώ. λειτουργει το πούστικο το σύστημα και σιγουρα σιγουρα σιγουρα, όλα θα πανε καλα καλα καλα....
υπερβάλω? ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΑ ΥΠΕΡΒΑΛΩ ΡΕ ΜΑΛΑΚΑ!!! είμαι μεγάλη και δε με χωράει η γη, είμαι μικρή και τα έπιπλα μου μοιαζουν να ειναι έπιπλα του Γκιούλιβερ. και φυσικά υπερβάλω. γιατί γουστάρω. γιατί έχει πλάκα. γιατί δε γίνεται αλλιως. γιατί έχει αθηναικές πινακίδες. ε εντάξει. το χειρότερο να σου σπάσω τα αρχίδια. με την καλή έννοια. αντέχεται? αμα δεν αντέχετε στο δρόμο σας.. εμείς μάθαμε να αντέχουμε τον εαυτό μας και οι ιδιοι ξέρουμε καλύτερα πόσο δύσκολος είναι. ε αμα μπορώ εγώ να μπορέσεις κι εσυ. it can be done.! δε σε παρηγορεί αυτό?? εμένα σίγουρα.
αυτή ηταν η μεγαλύτερη πουστιά στην ιστορία του σύμπαντος. 1900, μαθηματική συνέλευση, κάποιος είπε το εξής ρητό ότι, όλα όλα μα όλα τα προβλήματα μπορούν να λυθούν.
50 χρόνια μετά. άλλη μαθηματική συνέλευση. ένας απέδειξε ότι μερικά προβλήματα δεν μπορούν να λυθούν όσο και στίψεις το κεφάλι σου μέχρι να βγάλει ζουμί πράσινο.
ε πες μου τώρα.? δεν είναι μαλάκας?? ειναι μαλάκας. γιατί ? γιατί έχει αθηναικές πινακίδες. να κρατούσε το στόμα του κλειστό. τώρα ξέρεις πόσο εύκολο είναι να σκοντάψεις πάνω στον αίσωπο, και όταν δεν μπορείς να βρεις μια λύση να γυρίσεις και να πεις ότι δεν έχει λύση? όμφακες εισι!!!
ρε φίλε? ξεκόλλα. και κοίτα λίγο που πατάς γιατί θα σκοντάψεις πάλι στον αίσωπο. όχι ρε μαλάκα δεν είναι αγουρίδες. αλλά δεν πήδηξες αρκετά ψηλα. συνέχισε.
α. κι ένα ακόμα για το κλείσιμο αυτού του τόσο ασυνάρτητου κειμένου, που ούτε ο μόνος μου ακροατής δεν θα καταφέρει να καταλάβει φοβάμαι... (συμβουλή για κατανόηση. διαβασέ το γρήγορα γρήγορα και μετα κοίτα την οθόνη από μακρια, τι έμεινε? ε αυτό. γκοτ ιτ?)
ΦΤΥΣΕ ΤΟ ΜΗΛΟ ΣΟΥ ΚΑΙ ΑΜΕ ΣΤΟ ΚΑΛΟ.
εγώ θέλω να ξέρω και τα καλά και τα κακά. η άγνοια ειναι η αρχή της μαλάκινσης. και πόσο μάλλον όταν τα κακά ειναι μες στη μούρη σου και εσύ κάθεσαι και κλείνεις τα μάτια .... ε τότε η μαλάκινση συνεχίζεται. ελα για μένα τα λέω. που άμα δεν μπορώ να δω κάτι, ακόμα γυρνάω την πλάτη και κοιτάω αλλού. κοτα. και όταν αποφασίζω να το αντιμετωπίσω γυρνάω παίρνω φόρα και πέφτω πάνω με το κούτελο. θαρραλέα.
και στη μέση? μαλάκας. αλλα δε γαμεί. λειτουργει σου λέω.
ε το πολύ πολύ να σπασει το κούτελο. ε τι νομίζεις.
στα σπασίματα χρωστάω μεγάλο ευχαριστώ. σε φέρνουν εκεί που βρίσκεσαι. δεν είναι οτι μαθαίνεις να προσέχεις. παπάρια. μαθαίνεις να αντέχεις. αυτό κρατα το.
το ξαναλέω γιατί έτσι κι αλλιώς ειναι το μόνο που βγάζει νοημα...
με τα πολλά τα παθήματα δε μαθαίνεις πάντα να προσέχεις. αλλά μαθαίνεις να αντέχεις.
αυτά και χαιρετίσματα απόψε γιατι volume ειναι αυτό και ειναι για να ανεβαίνει.
μου το λέει η Αλάνις εδώ και μήνες και μου το λέει και τώρα. μαλάκας αλλά σοφός, ελεύθερη αλλά καθηλωμένη, ταπί αλλά χαμογελαστή, εκστασιασμένη αλλα στα πόδια σου, γενναία αλλά και κότα, βιρτουόζος αλλά τσομπάνης, φιλική και σκύλα, κομμάτια και γελαστή, ειμαι εδώ αλλά εχω ήδη φύγει, και ούτε εγώ δεν ξέρω πώς λειτουργεί αυτό το σύστημα, ότι μαλακιες και να σου πω δεν έχω την παραμικρή ιδέα, αλλά να ξέρεις και το ξέρω κι εγώ. λειτουργει το πούστικο το σύστημα και σιγουρα σιγουρα σιγουρα, όλα θα πανε καλα καλα καλα....
υπερβάλω? ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΑ ΥΠΕΡΒΑΛΩ ΡΕ ΜΑΛΑΚΑ!!! είμαι μεγάλη και δε με χωράει η γη, είμαι μικρή και τα έπιπλα μου μοιαζουν να ειναι έπιπλα του Γκιούλιβερ. και φυσικά υπερβάλω. γιατί γουστάρω. γιατί έχει πλάκα. γιατί δε γίνεται αλλιως. γιατί έχει αθηναικές πινακίδες. ε εντάξει. το χειρότερο να σου σπάσω τα αρχίδια. με την καλή έννοια. αντέχεται? αμα δεν αντέχετε στο δρόμο σας.. εμείς μάθαμε να αντέχουμε τον εαυτό μας και οι ιδιοι ξέρουμε καλύτερα πόσο δύσκολος είναι. ε αμα μπορώ εγώ να μπορέσεις κι εσυ. it can be done.! δε σε παρηγορεί αυτό?? εμένα σίγουρα.
αυτή ηταν η μεγαλύτερη πουστιά στην ιστορία του σύμπαντος. 1900, μαθηματική συνέλευση, κάποιος είπε το εξής ρητό ότι, όλα όλα μα όλα τα προβλήματα μπορούν να λυθούν.
50 χρόνια μετά. άλλη μαθηματική συνέλευση. ένας απέδειξε ότι μερικά προβλήματα δεν μπορούν να λυθούν όσο και στίψεις το κεφάλι σου μέχρι να βγάλει ζουμί πράσινο.
ε πες μου τώρα.? δεν είναι μαλάκας?? ειναι μαλάκας. γιατί ? γιατί έχει αθηναικές πινακίδες. να κρατούσε το στόμα του κλειστό. τώρα ξέρεις πόσο εύκολο είναι να σκοντάψεις πάνω στον αίσωπο, και όταν δεν μπορείς να βρεις μια λύση να γυρίσεις και να πεις ότι δεν έχει λύση? όμφακες εισι!!!
ρε φίλε? ξεκόλλα. και κοίτα λίγο που πατάς γιατί θα σκοντάψεις πάλι στον αίσωπο. όχι ρε μαλάκα δεν είναι αγουρίδες. αλλά δεν πήδηξες αρκετά ψηλα. συνέχισε.
α. κι ένα ακόμα για το κλείσιμο αυτού του τόσο ασυνάρτητου κειμένου, που ούτε ο μόνος μου ακροατής δεν θα καταφέρει να καταλάβει φοβάμαι... (συμβουλή για κατανόηση. διαβασέ το γρήγορα γρήγορα και μετα κοίτα την οθόνη από μακρια, τι έμεινε? ε αυτό. γκοτ ιτ?)
ΦΤΥΣΕ ΤΟ ΜΗΛΟ ΣΟΥ ΚΑΙ ΑΜΕ ΣΤΟ ΚΑΛΟ.
εγώ θέλω να ξέρω και τα καλά και τα κακά. η άγνοια ειναι η αρχή της μαλάκινσης. και πόσο μάλλον όταν τα κακά ειναι μες στη μούρη σου και εσύ κάθεσαι και κλείνεις τα μάτια .... ε τότε η μαλάκινση συνεχίζεται. ελα για μένα τα λέω. που άμα δεν μπορώ να δω κάτι, ακόμα γυρνάω την πλάτη και κοιτάω αλλού. κοτα. και όταν αποφασίζω να το αντιμετωπίσω γυρνάω παίρνω φόρα και πέφτω πάνω με το κούτελο. θαρραλέα.
και στη μέση? μαλάκας. αλλα δε γαμεί. λειτουργει σου λέω.
ε το πολύ πολύ να σπασει το κούτελο. ε τι νομίζεις.
στα σπασίματα χρωστάω μεγάλο ευχαριστώ. σε φέρνουν εκεί που βρίσκεσαι. δεν είναι οτι μαθαίνεις να προσέχεις. παπάρια. μαθαίνεις να αντέχεις. αυτό κρατα το.
το ξαναλέω γιατί έτσι κι αλλιώς ειναι το μόνο που βγάζει νοημα...
με τα πολλά τα παθήματα δε μαθαίνεις πάντα να προσέχεις. αλλά μαθαίνεις να αντέχεις.
αυτά και χαιρετίσματα απόψε γιατι volume ειναι αυτό και ειναι για να ανεβαίνει.
Δευτέρα 4 Ιανουαρίου 2010
θα πέσει δε θα πέσει?
είναι μερικοί άνθρωποι που το χουν. το χουν ρε παιδι μου! τι να κάνουμε τώρα? ειναι και μερικοί που δεν τό χουν. δηλαδη.
είναι μερικοί άνθρωποι που τα πράγματα τους κάθονται. πάει να κάνει μία δουλειά, την πιάνει, την κάνει, τελειώνει κλείνει. η δουλειά έχει γίνει κ πάει και τελείωσε. είναι μερικοί άλλοι που για να κάνουν μία δουλειά πρέπει να την κοσκινίσουν να ξεφυσύξουν, να διπλωθούν, να κάνουν δυο κωλοτούμπες, βιονικές αερότουμπες με μαιντανό στα αφτιά, να σιχτιρίσουν το διάολο τους, να αναψοκοκκινίσουν να κάνουν 2.5 ώρες ανάλυση και να διορθώσουν το σύμπαν γύρω τους για να αφήσουν τη δουλειά τους μισή και εντελώς απογοητευμένοι να αποχωρήσουν γεμάτοι εκνευρισμό. χαρακτηριστικά παραδείγματα δευτερου τύπου: ο μπαμπάς μου που προσπαθεί να στερεώσει το σίδερο, εγώ να προσπαθήσω να κάνω εγκατάσταση στο λάπτοπ το battle for middle earth, ο σκύλος μου να προσπαθεί να βρει ένα ήσυχο μέρος για να κοιμηθεί μέσα στο σπίτι, η τέσσυ κι ο γρίβας να προσπαθούν να διπλώσουν μια σκηνή. απογοήτευση....
είναι όμως και μερικοί άνθρωποι που κάνουν τις δουλειές τους χωρίς κόπο, χωρίς σκέψη, απλώς και μόνο επειδή τους έρχεται φυσιολογικό, στο άψε σβήσε, χωρίς τεράστια ποσότητα κατανάλωμένης φαιάς ουσίας. παραδείγματα αυτού του τύπου. ο άγγελος όταν κάνει ρισέτ το μόντεμ, εγώ όταν φτιάχνω ριζότο, η τέσσυ όταν κλείνει το ντουλάπι.
λοιπόν τώρα μπορεί να μου εξηγήσει κάποιος τι σκατά χαρακτηριστικό είναι αυτό? πόσο δύσκολο μπορεί να είναι για έναν άνθρωπο να σιδερώσει χωρίς να ρίξει το σίδερο κάτω από 5 φορές??? πόσο δύσκολο μπορεί να είναι για έναν άνθρωπο να διπλώσει τη ριμαδοσκηνή του και να τη χώσει στη ριμαδοθήκη της!??!!? και αφού το λύσουμε αυτό, εξηγήστε μου που στο κέρατο οφείλεται. δηλαδή το να προσπαθεί η έμυ να βάλει ένα τραγούδι στο youtube, και το να σταματήσω εγώ τα τρία παραθυρα που παίζουν ταυτόχρονα, τρία διαφορετικά και άσχετα τραγούδια μεταξύ τους με δύο κινήσεις, έχουν απόσταση 4 σύμπαντα...
αυτό ας μείνει για λίγο στην ιστορία ως θεωρία δική μου, κι ας χαθεί μετα γιατί εγώ αυτό που σκέφτηκα είναι ότι αυτοί οι άνθρωποι σκέφτονται υπερβολικά πολύ για να κάνουν μία δουλειά που απαιτεί ελάχιστη συγκέντρωση. ενώ εμείς οι αφηρημένοι που το μυαλό μας αρμενίζει με φόρα και τρέχουμε από πίσω του να το προλάβουμε, σπαταλάμε ελάχιστη ενέργεια σε πράγματα που αφορούν θέματα άσχετα με εμάς τους εγωκεντρικούς, οπότε το μικρό κομμάτι που αφιερώνουμε είναι ότι πρέπει για να γίνει η δουλειά γρήγορα κι ευκολα. το χεις?
να σου πω για την άλλη. θα τη διαβάσει η τέσσυ και θα ανοίξει μπουκάλι με τη μία. γιατί κάθε φορά που το σκεφτόμαστε ανοίγουμε μπουκάλι. εγώ ουίσκι αυτή τζιν.. αηδία...
σε μερικούς ανθρώπους τα πράγματα έρχονται και κάθονται μόνα τους. χωρίς κόπο και χωρίς άγχος. έρχονται κάθονται, αυτοί τα δέχονται και τα πράγματα βαίνουν καλώς. σε μερικούς άλλους τώρα εξηγήστε μου γιατί έρχονται και κάθονται ανάποδα και τρέχουν οι έρμοι να τα στρώσουν μέχρι που αποφασίζουν ότι δε στρώνονται και γυρνάνε κι αυτοί οι δόλιοι ανάποδα για να καταφέρουν να εξισοροπήσουν με την ίδια τους τη ζωή?
η μόνη εξήγηση που έχω για το φαινόμενο αυτό δεν είναι απλή, και είναι λίγο κινηματογραφική. ο νοων νοείτο...
στους πειρατές το 3. εκεί που είναι ο ωραίος μου ο σπάροου που γυρνάει το καράβι αναποδα?
ε όταν σου έρχονται τα πράγματα ανάποδα, γυρνάς εσύ ανάποδα και γυρνάει και ο κόσμος σου ανάποδα.
μπορεί να μην κάνεις τίποτε μα τίποτε σωστό σε αυτή τη ζωή, αλλά δε θα βαρεθείς ποτέ ποτε ποτέ και αυτό που θα μείνει από όσα έκανες θα το πάρω εγώ να το κάνω ταινία και θα βάλω και την κατερίνα να παίξει που της χρωστάω και ένα όσκαρ...
αναποδα..!!
ανάποδα λέμε και μην το σκέφτεσαι καθόλου!!!
τώρα μην κάτσεις ποτε να ψάξεις γιατί ήρθαν τα πράγματα όπως ήρθαν... ήρθαν κ πάει κ τελειώσε. εσύ θα παίξεις με το φύλλο που έχεις και με 2 7 μπορεί να κερδίσεις την μπάνκα.. και δεν ξες τι φύλλο θα σου ρθει μετά.. γυρίζει το παιχνίδι πολύ γρήγορα ρε συ. κι εκεί που πας να πεις πάσω κ να ανοίξεις τα φύλλα σου, βλέπεις πως έχεις ξεχάσει έναν άσσο και τον κοιτάς και λες το παιχνίδι ειναι δικό μου, αρκεί να παίξω καλά. παίξε παιδί μου παίξε. γύρνα αναποδα τον κόσμο και παίξε.
παίξε παίξε παίξε. γιατί η πολύ ειλικρίνεια θα μας φάει σε λίγο. από την πολλή την ωριμότητα έχουμε ξεχάσει να παίζουμε και να κάνουμε κόντρες. παίξε παιδί μου παίξε. μη μου πεις δεν ξέρεις πώς... όλοι ξέρουν πώς. ναι κι εσύ. έλα τώρα...! κι αν σου κάτσει? ε καλα μπορεί και να μην κάτσει. αλλά αμα κάτσει??? χεχεχε...
α και μια θεωρία που η απόδειξή της ούτε με νοιάζει ούτε με αφορά... όσο πιο πολλά ποντάρεις τόσο πιο πολλά θα πάρεις, αλλα κ να τα χάσεις, θα πέφτεις για ώρα. και όσο πιο πολύ ώρα πέφτεις, τόσο πιο ωραία θέα έχει. αυτά τα ολίγα.
πάω να μαζέψω το σίδερο που πάλι το ριξε ο γιαννης ο άχρηστος κι αμα σπάσει δεν μασονοι κανείς.
είναι μερικοί άνθρωποι που τα πράγματα τους κάθονται. πάει να κάνει μία δουλειά, την πιάνει, την κάνει, τελειώνει κλείνει. η δουλειά έχει γίνει κ πάει και τελείωσε. είναι μερικοί άλλοι που για να κάνουν μία δουλειά πρέπει να την κοσκινίσουν να ξεφυσύξουν, να διπλωθούν, να κάνουν δυο κωλοτούμπες, βιονικές αερότουμπες με μαιντανό στα αφτιά, να σιχτιρίσουν το διάολο τους, να αναψοκοκκινίσουν να κάνουν 2.5 ώρες ανάλυση και να διορθώσουν το σύμπαν γύρω τους για να αφήσουν τη δουλειά τους μισή και εντελώς απογοητευμένοι να αποχωρήσουν γεμάτοι εκνευρισμό. χαρακτηριστικά παραδείγματα δευτερου τύπου: ο μπαμπάς μου που προσπαθεί να στερεώσει το σίδερο, εγώ να προσπαθήσω να κάνω εγκατάσταση στο λάπτοπ το battle for middle earth, ο σκύλος μου να προσπαθεί να βρει ένα ήσυχο μέρος για να κοιμηθεί μέσα στο σπίτι, η τέσσυ κι ο γρίβας να προσπαθούν να διπλώσουν μια σκηνή. απογοήτευση....
είναι όμως και μερικοί άνθρωποι που κάνουν τις δουλειές τους χωρίς κόπο, χωρίς σκέψη, απλώς και μόνο επειδή τους έρχεται φυσιολογικό, στο άψε σβήσε, χωρίς τεράστια ποσότητα κατανάλωμένης φαιάς ουσίας. παραδείγματα αυτού του τύπου. ο άγγελος όταν κάνει ρισέτ το μόντεμ, εγώ όταν φτιάχνω ριζότο, η τέσσυ όταν κλείνει το ντουλάπι.
λοιπόν τώρα μπορεί να μου εξηγήσει κάποιος τι σκατά χαρακτηριστικό είναι αυτό? πόσο δύσκολο μπορεί να είναι για έναν άνθρωπο να σιδερώσει χωρίς να ρίξει το σίδερο κάτω από 5 φορές??? πόσο δύσκολο μπορεί να είναι για έναν άνθρωπο να διπλώσει τη ριμαδοσκηνή του και να τη χώσει στη ριμαδοθήκη της!??!!? και αφού το λύσουμε αυτό, εξηγήστε μου που στο κέρατο οφείλεται. δηλαδή το να προσπαθεί η έμυ να βάλει ένα τραγούδι στο youtube, και το να σταματήσω εγώ τα τρία παραθυρα που παίζουν ταυτόχρονα, τρία διαφορετικά και άσχετα τραγούδια μεταξύ τους με δύο κινήσεις, έχουν απόσταση 4 σύμπαντα...
αυτό ας μείνει για λίγο στην ιστορία ως θεωρία δική μου, κι ας χαθεί μετα γιατί εγώ αυτό που σκέφτηκα είναι ότι αυτοί οι άνθρωποι σκέφτονται υπερβολικά πολύ για να κάνουν μία δουλειά που απαιτεί ελάχιστη συγκέντρωση. ενώ εμείς οι αφηρημένοι που το μυαλό μας αρμενίζει με φόρα και τρέχουμε από πίσω του να το προλάβουμε, σπαταλάμε ελάχιστη ενέργεια σε πράγματα που αφορούν θέματα άσχετα με εμάς τους εγωκεντρικούς, οπότε το μικρό κομμάτι που αφιερώνουμε είναι ότι πρέπει για να γίνει η δουλειά γρήγορα κι ευκολα. το χεις?
να σου πω για την άλλη. θα τη διαβάσει η τέσσυ και θα ανοίξει μπουκάλι με τη μία. γιατί κάθε φορά που το σκεφτόμαστε ανοίγουμε μπουκάλι. εγώ ουίσκι αυτή τζιν.. αηδία...
σε μερικούς ανθρώπους τα πράγματα έρχονται και κάθονται μόνα τους. χωρίς κόπο και χωρίς άγχος. έρχονται κάθονται, αυτοί τα δέχονται και τα πράγματα βαίνουν καλώς. σε μερικούς άλλους τώρα εξηγήστε μου γιατί έρχονται και κάθονται ανάποδα και τρέχουν οι έρμοι να τα στρώσουν μέχρι που αποφασίζουν ότι δε στρώνονται και γυρνάνε κι αυτοί οι δόλιοι ανάποδα για να καταφέρουν να εξισοροπήσουν με την ίδια τους τη ζωή?
η μόνη εξήγηση που έχω για το φαινόμενο αυτό δεν είναι απλή, και είναι λίγο κινηματογραφική. ο νοων νοείτο...
στους πειρατές το 3. εκεί που είναι ο ωραίος μου ο σπάροου που γυρνάει το καράβι αναποδα?
ε όταν σου έρχονται τα πράγματα ανάποδα, γυρνάς εσύ ανάποδα και γυρνάει και ο κόσμος σου ανάποδα.
μπορεί να μην κάνεις τίποτε μα τίποτε σωστό σε αυτή τη ζωή, αλλά δε θα βαρεθείς ποτέ ποτε ποτέ και αυτό που θα μείνει από όσα έκανες θα το πάρω εγώ να το κάνω ταινία και θα βάλω και την κατερίνα να παίξει που της χρωστάω και ένα όσκαρ...
αναποδα..!!
ανάποδα λέμε και μην το σκέφτεσαι καθόλου!!!
τώρα μην κάτσεις ποτε να ψάξεις γιατί ήρθαν τα πράγματα όπως ήρθαν... ήρθαν κ πάει κ τελειώσε. εσύ θα παίξεις με το φύλλο που έχεις και με 2 7 μπορεί να κερδίσεις την μπάνκα.. και δεν ξες τι φύλλο θα σου ρθει μετά.. γυρίζει το παιχνίδι πολύ γρήγορα ρε συ. κι εκεί που πας να πεις πάσω κ να ανοίξεις τα φύλλα σου, βλέπεις πως έχεις ξεχάσει έναν άσσο και τον κοιτάς και λες το παιχνίδι ειναι δικό μου, αρκεί να παίξω καλά. παίξε παιδί μου παίξε. γύρνα αναποδα τον κόσμο και παίξε.
παίξε παίξε παίξε. γιατί η πολύ ειλικρίνεια θα μας φάει σε λίγο. από την πολλή την ωριμότητα έχουμε ξεχάσει να παίζουμε και να κάνουμε κόντρες. παίξε παιδί μου παίξε. μη μου πεις δεν ξέρεις πώς... όλοι ξέρουν πώς. ναι κι εσύ. έλα τώρα...! κι αν σου κάτσει? ε καλα μπορεί και να μην κάτσει. αλλά αμα κάτσει??? χεχεχε...
α και μια θεωρία που η απόδειξή της ούτε με νοιάζει ούτε με αφορά... όσο πιο πολλά ποντάρεις τόσο πιο πολλά θα πάρεις, αλλα κ να τα χάσεις, θα πέφτεις για ώρα. και όσο πιο πολύ ώρα πέφτεις, τόσο πιο ωραία θέα έχει. αυτά τα ολίγα.
πάω να μαζέψω το σίδερο που πάλι το ριξε ο γιαννης ο άχρηστος κι αμα σπάσει δεν μασονοι κανείς.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)