Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2010

Ο Δολοφόνος μου pt2

Στα αριστερά μου βρισκόταν ένα δωμάτιο με μια τζαμαρία, φτιαγμένο για να επιβλέπει κανείς το χώρο εργασίας, με τα γυμνά φώτα να γυαλίζουν πάνω στα τζάμια, άσπρα και κρύα. Από το διάδρομο δίπλα, ήρθαν τρεις άντρες με βήμα βαρύ που αντήχησε στην πέτρινη σήραγγα. Ο Δολοφόνος μου στεκόταν τώρα δίπλα μου και στο διάδρομο απέναντι βρίσκονταν τρεις άντρες με χακί ρούχα, κρατούσαν όπλα και μας σημάδευαν. Ο Δολοφόνος μου κρατούσε και αυτός ένα όπλο, αλλά δε σημάδευε κανέναν ούτε κοίταζε κανέναν.
Δε σκέφτηκα ούτε είχα σκοπώ να αντιδράσω αλλά το όπλο αυτό βρέθηκε στα δικά μου χέρια και χωρίς ούτε μια σταγόνα ιδρώτα, βρέθηκα να προστατεύω το Δολοφόνο μου με το ίδιο μου το σώμα και να ρίχνω όσες σφαίρες είχε το όπλο μου στους τρεις αυτούς άντρες μέχρι να πέσουν κάτω. Ο Δολοφόνος μου με κοίταξε με μάτια ορθάνοιχτα, της πραγματικής απορίας που ζωγραφίζονται στα πρόσωπα όταν ξαφνιάζονται από τις πράξεις των ανθρώπων.
Η Ιρίνα βρέθηκε πίσω από τους φρουρούς και με το δικό της όπλο σκότωσε όσους ζούσαν ακόμη. Ευγενική και χαμογελαστή αλλά κρύα όπως πάντα με ρώτησε αν με νοιάζει για το τούνελ αυτό, αν με ενδιαφέρει τόσο ώστε να μπλεχτώ στα πόδια της. Της απάντησα πως όχι, αλλά ήξερα και εγώ και αυτή πως έλεγα ψέματα. Ικανοποιήθηκε με την απάντηση και μου είπε πως τώρα με θεωρεί φίλη της και την ίδια στιγμή, έκανε νόημα στο Δολοφόνο μου, πως είχε έρθει η ώρα να με σκοτώσει. Έφυγε από την προβλήτα και με άφησε μόνη με το Δολοφόνο μου, που με κοιτούσε στα μάτια με το άδειο βλέμμα του. Περίμενα το θάνατό μου υπομονετικά αλλά ο Δολοφόνος μου ούτε κουνήθηκε ούτε μίλησε. Έμεινε ακίνητος για ένα λεπτό και στη δυναμικά ακίνητη αυτή θέση, αυτή φάνηκε όλη η αναποφασιστικότητα. Αλλά δεν έδειξε κανένα σημάδι αγωνίας και ο θάνατός μου τελικά δεν ήρθε εκείνη την ώρα.
Ο Δολοφόνος μου έφυγε άπραγος και έκλεισε την πόρτα πίσω του, αφήνοντάς με μόνη στην αποβάθρα. Έμεινα εκεί για ώρα, δεν άκουσα, ούτε είδα κανέναν. Πολύ αργότερα τα φώτα άναψαν στο άσπρο δωμάτιο και μπήκε μέσα η Ιρίνα με τη συνοδεία της και το Δολοφόνο μου. Η Ιρίνα μου χαμογελούσε και ο Δολοφόνος μου πάντα στη ίδια στάση, πάντα ανέκφραστος. Η μεγάλη πόρτα δίπλα στο δωμάτιο άνοιξε και όλοι οι εργάτες ήρθαν και στάθηκαν μαζί μου πάνω στην ξύλινη αποβάθρα. Δεν έμοιαζαν ανήσυχοι, ούτε χαρούμενοι, ούτε στενάχωροι, είχαν μία αφηρημάδα και μία χαλαρότητα που με ενοχλούσε αφόρητα.
Η αποβάθρα άρχισε να κινείται πλάγια, προς το πιο βαθύ και μαύρο σκοτάδι. Κοιτούσα με αγωνία να δω τι υπάρχει στο βάθος του αλλά δε φαινόταν τίποτε και η αποβάθρα πήγαινε προς τα κει με μια εφιαλτικά αργή ταχύτητα. Είδα το πρόσωπο του Δολοφόνου μου μέσα από το τζάμι να με κοιτάζει αλλά στα μάτια του αυτή τη φορά είδα πόνο και αυτοσυγκράτηση. Προσπάθησα αφελώς να κερδίσω χρόνο και προχωρούσα προς το τέλος της αποβάθρας κινούμενη αντίθετα με τη φορά της. Πήγαινε τόσο αργά, που μπορούσα εύκολα να μετακινηθώ πιο γρήγορα από αυτήν, αφήνοντας το φωτεινό δωμάτιο πίσω δεξιά μου.
Εργάτες δεν υπήρχαν σε αυτό το σημείο και είδα ότι τα σανίδια ήταν καλυμμένα με ένα πορτοκαλί σεντόνι, κεντημένο με αστερισμούς. Αλλά δεν αναγνώρισα κανένα αστερισμό και ήξερα, πως αυτός ο ουρανός δεν είναι ο δικός μας, είναι κάποιος άλλος ουρανός που φαίνεται από άλλους κόσμους. Στο τέλος της ξύλινης αποβάθρας υπήρχε μία γυναίκα που καθόταν οκλαδόν πάνω στο σεντόνι. Ήταν γύρω στα εξήντα αλλά η ομορφιά της ξεχώριζε και τα φουντωτά κόκκινα πορτοκαλί μαλλιά της έπεφταν αχτένιστα στην πλάτη της και μου φάνηκε σαν το μόνο χρώμα που είχα δει ποτέ. Μου χαμογελούσε και το χαμόγελό της μου άρεσε. Πλησίασα προς το μέρος της.
«δε θα έπρεπε να βρίσκεσαι εδώ» μου είπε με τη βαθιά υδάτινη φωνή της. Μου έδωσε ένα καφέ χάπι και μου είπε, πως πριν το τέλος του τούνελ θα βρω ένα ασανσέρ, πως πρέπει να μπω μέσα και να ανέβω στον έβδομο όροφο. Αν πάρω το χάπι και καταφέρω να βρεθώ στον έβδομο δε θα θυμόμουν τίποτε από όλα αυτά και θα ήμουν ασφαλής. Περνώντας για άλλη μια φορά από το τζάμι κοίταξα το Δολοφόνο μου που με μεγάλη απορία με κοιτούσε με μάτια ορθάνοιχτα, την ώρα που κατάπινα το καφετί χάπι. Αλλά παρέμενε ακίνητος, όσο η αποβάθρα περνούσε από μπροστά του.

Πριν το τέλος του τούνελ βρήκα το ασανσέρ και με ευκολία μπήκα μέσα. Πάτησα το κουμπί επτά και ο θάλαμος άρχισε να ανεβαίνει. Κι όμως σταμάτησε ανάμεσα στους ορόφους δύο και τρία. Όσο κι αν πατούσα το κουμπί 7 ο θάλαμος δεν ανέβαινε. Κατέβηκα στο δεύτερο όροφο.
Η πόρτα άνοιξε και βρέθηκα στο λόμπυ του ξενοδοχείου. Οι άντρες που δούλευαν για τον άντρα μου ήταν εκεί και τότε κατάλαβα πως θυμόμουν τα πάντα, πως δεν είχα ξεχάσει τίποτε. και ήμουν η μόνη. Ανάμεσα στους άντρες που δεν έδειχναν καμία απειλητική στάση προς τα μένα, βρισκόταν και ο Δολοφόνος μου που με κοιτούσε με περιέργεια. Αυτός ήξερε. Προσπαθούσε να καταλάβει τι ακριβώς θυμάμαι από όσα είδα. Κι εγώ αποφάσισα να προσποιηθώ πως δε θυμάμαι απολύτως τίποτα. Γυρνούσα ανάμεσα στους άντρες που κάθονταν χαλαροί στους καναπέδες και ζητούσα τον άντρα μου. Κανείς δεν ήξερε πού είναι. Ήθελα να μάθω για το χάρτη να βεβαιωθώ, πως δεν ήταν εκεί και όταν τους ρώτησα, κανείς δε γνώριζε για την ύπαρξη του χάρτη. Ο Δολοφόνος μου όμως κατάλαβε αμέσως πως θυμόμουν τα πάντα και κατευθύνθηκε προς το μέρος μου. Προσπάθησα να τρέξω για να του ξεφύγω και γύρισα ξανά μέσα στο ασανσέρ. Όμως αυτός πρόλαβε και μπήκε μέσα μαζί μου.
Έμεινε ακίνητος και με κοίταζε και αναγνώρισα την ίδια δυναμική ακινησία της αναποφασιστικότητας. Έμεινα για άλλη μία φορά εκεί περιμένοντας υπομονετικά το θάνατό μου, αλλά η στάση του χαλάρωσε και οι ώμοι του έπεσαν. Προς μεγάλη μου έκπληξη πάτησε το κουμπί επτά και το ασανσέρ κινήθηκε προς τα πάνω. Αν κατάφερνα να βρεθώ σε εκείνο τον όροφο δε θα θυμόμουν τίποτε και δε θα χρειαζόταν να με σκοτώσει. Και η επιλογή αυτή ήταν δική του. Κι όμως το ασανσέρ σταμάτησε στη μέση και άρχισε να κατεβαίνει. Βρεθήκαμε στο υπόγειο και όταν η πόρτα άνοιξε, η Ιρίνα στεκόταν μπροστά μας.
Με καλωσόρισε και μου συστήθηκε. Με ξενάγησε στους κοιτώνες και μου είπε τι δουλειά θα πρέπει να κάνω. Δε με θυμόταν. Κάθε μέρα έπρεπε να πηγαίνω στην Ασιάτισσα και φέρνω φαί για τους εργάτες στους κοιτώνες. Έβλεπα τους εργάτες γύρω μου και αμέσως κατάλαβα πως ήταν τα ίδια πρόσωπα τα οποία ήταν εκεί και την προηγούμενη φορά, αλλά όπως και η Ιρίνα κανείς δεν έδειχνε να με θυμάται. Ένα πρωινό η Ασιάτισσα έλειπε και όταν ρώτησα την Ιρίνα τι ακριβώς της είχε συμβεί και πού βρίσκεται, δεν ήξερε να μου απαντήσει διότι δεν ήξερε ποια είναι η Ασιάτισσα. Οι εξαφανίσεις των προσώπων ήταν κι αυτές εκεί.
Απεγνωσμένη κατέφυγα ξανά στην αποβάθρα, αποφασισμένη αυτή τη φορά, να μάθω τα πάντα για το τούνελ, πού οδηγεί και τι ακριβώς κάνει σε αυτούς τους ανθρώπους. Ο Δολοφόνος μου ήρθε μαζί μου και στεκόταν στο πλάι μου όταν ήρθαν από το διάδρομο τέσσερις άντρες με όπλα ντυμένοι στα χακί. Για μία ακόμη φορά πήρα το όπλο του Δολοφόνου μου και προστατεύοντας τον με το σώμα μου έριξα κάτω τους φρουρούς. Ο Δολοφόνος μου με κοίταξε με την ίδια απορία. Η Ιρίνα φάνηκε στο διάδρομο μαζί με τη συνοδεία της αλλά πρόσεξα και άλλη μία γυναίκα μαζί της. Ήταν ψηλή και είχε μαύρα κοντά μαλλιά. Δε χαμογελούσε και δε μου άρεσε καθόλου. Αυτή σκότωσε όσους φρουρούς ήταν ακόμη ζωντανοί και η Ιρίνα στράφηκε προς το μέρος μου. Με ρώτησε αν με ενδιαφέρει αυτό το τρένο τόσο ώστε να της σταθώ εμπόδιο και της απάντησα όχι. Μου χαμογέλασε και έκανε νόημα στο Δολοφόνο μου πως είχε έρθει η ώρα να με σκοτώσει. Έφυγε και με άφησε μόνη με το Δολοφόνο μου.
Αυτός με κοιτούσε και πάλι είδα μέσα του την ίδια πάλη. Οι ώμοι του χαλάρωσαν και το κεφάλι του έπεσε μπροστά, ξεθυμασμένα και παραιτημένα πια.

«τρεις φορές προσπάθησα να σε σκοτώσω και τρεις φορές απέτυχα, δε θα προσπαθήσω ξανά. 147 φορές έχω δει αυτό το τρένο να φεύγει στο τούνελ και την επόμενη μέρα οι εργάτες ξυπνάν ξανά στα κρεβάτια τους μέσα στους κοιτώνες. Δε θυμούνται τίποτε από αυτά που έζησαν. Όλοι έχουν χάσει τις ψυχές τους. Κι εσύ κι εγώ. Αυτός ήταν ο πόνος που νιώσαμε όλοι, λίγο πριν έρθουμε εδώ. Αλλά η δική σου είναι ακόμη έξω από εδώ και σε περιμένει. Και η δική μου είναι. Ίσως είναι και των άλλων αλλά αυτό δεν το ξέρω. Το μέρος αυτό είναι λάθος πια και έχει χάσει το σκοπό του. Ο Άντρας σου ήταν αυτός που το ελέγχει και όσοι προσπάθησαν να ελέγξει το μέρος αυτό, πιάστηκαν στο ατέρμονο αυτό τούνελ. Η Ιρίνα κάποτε θυμόταν αλλά έχει περάσει καιρός από τότε που σταμάτησε και αυτή. Θα έπρεπε να θυμάται, γιατί αυτή αποφασίζει ποιος θα μείνει και ποιος θα φύγει από το σταθμό. Υπάρχουν πολλοί που είναι εδώ τόσο καιρό όσο κι εγώ. Αλλά αυτοί δε θυμούνται, κανείς τους εκτός από μένα. Κανείς δεν ανήκει εδώ και η σήραγγα πάει καιρός που έχει αλλάξει πορεία. Και μετά ήρθες εσύ και τα πράγματα άλλαξαν, και όταν ξαναήρθες τα πράγματα άλλαξαν και πάλι. Και υπήρξαν πολλοί που πολέμησαν για να ελευθερωθεί αυτό το μέρος, να ανέβει ξανά πάνω από τη γη, να λειτουργεί σωστά αλλά όλοι έχασαν τις ελπίδες τους, ή χειρότερα, τις ξέχασαν. Εγώ παίζω το ρόλο μου χωρίς να το κάνω κι αυτό σωστά. Δεν ξέρω αν αποφάσισα σωστά, θα μπορούσες να μείνεις εδώ για πάντα, νεκρή εδώ, αλλά οι κύκλοι που υπάρχουν είναι μεγαλύτεροι από αυτή τη σήραγγα. Κι αν είναι να είσαι εσύ, αυτή που θα σπάσει τη σήραγγα για να γίνει όπως έπρεπε να ναι, τότε ας έχει, κι εγώ θα σ’ έχω βοηθήσει.» με αυτά τα λόγια μου γύρισε την πλάτη και έφυγε αφήνοντάς με μόνη πάνω στην προβλήτα.
Πέρασε ώρα και η Ιρίνα μπήκε με τη συνοδεία της στο φωτεινό δωμάτιο, η γυναίκα με τα μαύρα μαλλιά δίπλα της και ο Δολοφόνος μου να στέκεται στην άκρη και να με κοιτάζει με πόνο. Η πόρτα άνοιξε και οι εργάτες στάθηκαν μαζί μου στην πλατφόρμα. Μέσα στις γκρι στολές τους, κουβέντιαζαν αμέριμνα και αδιάφοροι και την τύχη τους περίμεναν όσο η προβλήτα προχωρούσε αργά προς το τέλος του τούνελ. Ο Δολοφόνος μου μέσα από το τζάμι με κοιτούσε και έβλεπα το σώμα του να σφίγγεται και τα χέρια του στο στήθος με τις γροθιές τους σφιγμένες.
Κατευθύνθηκα στο πίσω μέρος της πλατφόρμας, όπου ξεκινούσε το πορτοκαλί σεντόνι. Είδα τους κεντημένους αστερισμούς, αλλά αυτή τη φορά τους αναγνώρισα και ήξερα πως αυτός ήταν ο δικός μας ουρανός. Η γυναίκα με τα κόκκινα μαλλιά όμως δε βρισκόταν εκεί. τότε ένιωσε μέσα στη χούφτα μου να υπάρχουν δύο καφετιά χάπια και κατάπια το ένα. Περνώντας μπροστά από το γυάλινο δωμάτιο είδα το Δολοφόνο μου με μάτια κόκκινα να με κοιτάζει. Φαινόταν τόσο λυπημένος που η καρδιά μου άρχισε να λιώνει. Ο ήχος της αντήχησε στα τοιχώματα του τούνελ και για πρώτη φορά άκουσα κι εγώ το δικό της ήχο. Ίσως ήταν η πρώτη φορά που ακούστηκε καρδιά να χτυπάει σε αυτό το μέρος και οι εργάτες με κοίταξαν με απορία και καχυποψία. Αλλά εγώ κοιτούσα μόνο το Δολοφόνο μου.
Τότε τον είδα να κινείται αργά ανάμεσα στους ανθρώπους στο δωμάτιο και ανοίγοντας την πόρτα βρέθηκε μαζί μου στην προβλήτα. Πήγα προς το μέρος του και τον αγκάλιασα σφιχτά. Με φίλησε με πάθος και η δική του καρδιά άρχισε να χτυπάει. Ταράχτηκε με τον ήχο και έπιασε το στήθος του.
«πάει πολύς καιρός από τότε που άκουσα αυτή τη φωνή» μου είπε. Του έδωσα στο στόμα το δεύτερο χάπι που βρισκόταν στο χέρι μου και με κράτησε σφιχτά όσο η αποβάθρα πλησίαζε προς το τέλος του τούνελ. Είχα γαντζωθεί πάνω του και αυτός με κρατούσε όσο πιο σφιχτά μπορούσε. Το φως γύρω μας μεγάλωνε και ένιωθα τον αέρα να ζεσταίνεται και να μας πιέζει. Το φως φαινόταν να είναι φτιαγμένο από μια ύλη πυκνή που μας περικύκλωνε και προσπαθούσε να μπει ανάμεσα στη σφιχτή αγκαλιά μας. Αλλά ο Δολοφόνος μου κι εγώ το πολεμήσαμε για όση ώρα μπορούσαμε. Ήταν μάταιο. Το φως ήταν πολύ δυνατό. Κοίταξα για μια τελευταία φορά τα μάτια του Δολοφόνου μου και άφησα το σώμα μου στο έλεος αυτού του φωτός.
******
Δε θυμάμαι ακριβώς τη συνέχεια, θυμάμαι να προσπαθώ να κρατήσω το πρόσωπο του Δολοφόνου μου στο μυαλό μου και να πασχίζω με δύναμη να κρατήσω στη μνήμη μου όλα όσα έχουν συμβεί. Κι όμως για ένα μόνο είμαι σίγουρη.
Όταν ξύπνησα βρισκόμουν μέσα στην κοιλιά της μάνα μου και ένιωθα την ανάγκη να βγω από κει για να βρω το Δολοφόνο μου. Και από την ώρα που γεννήθηκα είχα μέσα μου τον ίδιο φόβο, πως θα τον ξεχάσω και δε θα τον βρω ποτέ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: