Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2010

Ο Δολοφόνος μου pt1

Βρισκόμουν στο ξενοδοχείο του άντρα μου. Ευχόμουν να μην επιστρέψει. Δε μου ήταν καθόλου ευχάριστη η συντροφιά του και πάντα μου προξενούσε ένα αίσθημα φόβου. Οι άνθρωποι που δούλευαν για αυτόν δε μου μιλούσαν ποτέ. Αδιαφορούσαν παντελώς για μένα και η ίδια η ύπαρξή μου δεν τους αφορούσε καθόλου. Αλλά δε με ενοχλούσαν. Γυρνούσαν με τα γκρίζα ρούχα τους μέσα στον όροφο, προσπερνώντας με και ποτέ δε μου έριχναν ούτε μία ματιά. Μόνο ένας άντρας με τον οποίο δεν είχα ανταλλάξει ποτέ κουβέντα με κοίταζε συνέχεια αλλά η ματιά του δε με ενόχλησε ποτέ ούτε με έκανε να νιώσω άβολα. Αυτός ήταν ο Δολοφόνος μου και τα ρούχα του ήταν μαύρα.
Ο μόνος που με ενοχλούσε ήταν ο άντρας μου. Ο ίδιος τρόμος με έπιανε κάθε όταν έβλεπα αυτές τις τεράστιες πλάτες να πλησιάζουν. Αλλά εκείνη τη μέρα δεν ερχόταν κι εγώ περιφερόμουν άσκοπα στον όροφο του ξενοδοχείου. Στο μόνο όροφο που μου επιτρεπόταν να πάω, όταν αυτός έλειπε. Εκεί που οι άντρες του γυρνούσαν τεμπέλικα μιλώντας και βρίζοντας με μία χαλαρότητα που δεν ταίριαζε στη δουλειά τους. Αναζητώντας μοναξιά βρέθηκα μέσα σε ένα φωτεινό δωμάτιο δίχως έπιπλα με άσπρους τοίχους, όπου το μόνο που υπήρχε ήταν ένα μεγάλο τραπέζι.
Τότε ο Φίλος μου μπήκε μέσα στο δωμάτιο λαχανιασμένος. Είχα να τον δω καιρό, όπως και όλους τους άλλους γνωστούς μου στη μακροχρόνια κράτησή μου. Η αγωνία μου κορυφώθηκε, όταν τον είδα γιατί ήξερα, πως δε θα έπρεπε να βρίσκεται εκεί, κανείς δεν μπορούσε να επισκεφθεί εμένα, πόσο μάλλον σε αυτόν τον όροφο, τον τόσο καλά φυλαγμένο. έκλεισε την πόρτα πίσω του και επειδή είχε λίγο χρόνο μόνο στη διάθεσή του, μου μίλησε γρήγορα. Μου είπε πως ο άντρας μου έχει στην κατοχή του ένα χάρτη, μιας περιοχής κάτω από το έδαφος. Δεν ήξερε τι ακριβώς σκόπευε να κάνει με το χάρτη αυτό και τι σκοπούς είχε για τη συγκεκριμένη περιοχή, αλλά ήταν σίγουρος ότι αν πείραζε οτιδήποτε στο υπόγειο αυτό μέρος, θα σήμαινε το τέλος. Τα λόγια του μέσα μου αντήχησαν και κατάλαβα περισσότερα από όσα μου είπε. Χωρίς να σκεφτώ ξεκόλλησα το χάρτη από το τραπέζι και του τον έδωσα. Του είπα να φύγει γρήγορα. Αυτός έμεινε για ένα λεπτό ελπίζοντας πως θα πάω μαζί του κι όμως και οι δύο ξέραμε πως δε θα μπορούσα να φύγω. Ο Φίλος μου έφυγε γρήγορα και πολλοί άντρες τον κυνήγησαν αλλά ήμουν σίγουρη πως κατάφερε και ξέφυγε μακριά τους.
Ο Δολοφόνος μου ανέκφραστος είχε παρακολουθήσει όλη τη σκηνή και δε μίλησε ούτε λίγο. Τα μάτια του ήταν και πάλι καρφωμένα πάνω μου και στεκόταν στην ίδια στάση όπως πάντα. Πιάνοντας τον ένα του καρπό με το άλλο του χέρι, όρθιος ευθεία μπροστά μου. Κούνησε το κεφάλι το ύφος της απογοήτευσης, που δείχνει κάποιος όταν νοιάζεται και αυτό με έκανε να απορήσω.
Ο άντρας μου γύρισε γρήγορα και είχε ήδη γνώση της ευθύνης που κατείχα για τον εκλιπόντα χάρτη. Ο ξυλοδαρμός μου ήταν χειρότερος από ποτέ, αλλά αυτή τη φορά ο Δολοφόνος μου με κοιτούσε και έψαχνα να βρω στα μάτια του ένα αίσθημα συμπόνιας. Τίποτε δε βρήκα εκεί μέσα, μόνο το άδειο βλέμμα του καρφωμένο πάνω μου, και επιδεικτική έλλειψη στοργής με πόνεσε περισσότερο από τον ζωώδη θυμό του άντρα μου. Αυτός διέταξε τους άντρες του να με συνοδέψουν μακριά. Πρώτος ο Δολοφόνος μου άνοιγε το δρόμο και ακολουθούσα εγώ με τους δύο φρουρούς στο πλάι μου.
Το ασανσέρ μας μετέφερε στο υπόγειο. Μπροστά μου στεκόταν μία γυναίκα, γύρω στα πενήντα, αλλά πολύ αθλητική με μακριά ξανθά μαλλιά. Ήταν όμορφη αλλά με τη σκληρή ομορφιά του ανθρώπου που έχει αλείψει τα χέρια του με αίμα. Μου χαμογελούσε ευγενικά. Ο Δολοφόνος βγήκε μαζί μου, σκιά πιστή και οι δύο φρουροί επέστρεψαν στο αφεντικό τους.
Η γυναίκα, η Ιρίνα ήταν διευθύντρια αυτού του υπόγειου σταθμού. Στους κοιτώνες έμεναν άνθρωποι ντυμένοι στις γκρίζες στολές τους από κακοφτιαγμένη τσόχα, κουμπωμένες σφιχτά στο λαιμό, με το βλέμμα τους άδειο, το βλέμμα του ανθρώπου που δεν περιμένει τίποτα, του ανθρώπου που έχει χωριστεί βάρβαρα από την ψυχή του. Τα κεφάλια όλων ήταν σκυμμένα και δε διέκρινα καμιά ανησυχία στα πρόσωπά τους. Η Ιρίνα με ξενάγησε, ευγενική και χαμογελαστή, αλλά δε μου άρεσε ούτε αυτή ούτε και το χαμόγελό της. Όλοι δούλευαν γύρω μας. Η δική μου δουλειά θα ήταν πολύ εύκολη. Κάθε μέρα έπαιρνα φαγητό από την Ασιάτισσα, θα το μοίραζα στους κοιτώνες και θα τελείωνα. Ο Δολοφόνος μου περπατούσε από πίσω μου με αθόρυβα βήματα χωρίς να μιλάει.
Από τότε και κάθε μέρα πήγαινα στην Ασιάτισσα και έπαιρνα φαγητό ενώ σε όλη τη διαδρομή, ο Δολοφόνος μου με ακολουθούσε, αρκετά μέτρα μακριά, όχι σαν παρέα, αλλά ούτε και σαν ξένος που σε παρακολουθεί κρυφά, στην ακριβή απόσταση που ορίζει έναν απλό άνθρωπο από το Δολοφόνο του. Η παρουσία του δε με ενοχλούσε. Με ενοχλούσε το ανέκφραστο ύφος του και η αδυναμία του να μου μιλήσει- η μοναξιά μου ήταν βάρος που έσερνα για καιρό. Τα πρόσωπα στους κοιτώνες είχαν αρχίσει να μου γίνονται οικεία και με τον καιρό άρχισα να προσέχω πως μερικά πρόσωπα εξαφανίζονταν, σιωπηλά και χωρίς απορίες. Ήταν φανερό πως μόνο σε μένα φαινόταν μυστηριώδεις αυτές οι εξαφανίσεις και με λίγες ντροπαλές ερωτήσεις δεν έμαθα απολύτως τίποτα. Όχι, το τίποτα δεν είναι σωστό. Έμαθα πως οι άνθρωποι που εξαφανίζονταν έμοιαζαν να μην είχαν περάσει ποτέ από κείνο το μέρος, γιατί κανείς δεν καταλάβαινε για ποιους μιλούσα.
Μια μέρα δεν πήγα στην Ασιάτισσα για φαγητό. Ήθελα να μάθω πού ακριβώς δουλεύουν οι εργάτες. Ακολούθησα κάποιον τυχαίο και βρέθηκα στο πιο σκοτεινό μέρος εκείνου του υπογείου, έχοντας μονίμως την αδρεναλίνη μου ανεβασμένη γνωρίζοντας πως δεν έπρεπε να βρίσκομαι εκεί. πολλές γκρίζες στολές έσκαβαν σιωπηλά και ανέκφραστα, φτιάχνοντας μια τεράστια υπόγεια σήραγγα με ράγες στο έδαφος. Μια μεγάλη πλατφόρμα, πλατιά και μακριά φτιαχνόταν ακόμη, έτοιμη να τσουλήσει αργά προς το τέλος της σήραγγας που χανόταν στο σκοτάδι. Ο Δολοφόνος μου είχε έρθει μαζί μου, ακολουθώντας με πάντα στην ίδια στάση. Οι εργάτες σχόλασαν και το μέρος άδειασε. Έμεινε μόνο η επίμονη μυρωδιά που βγάζει το υπό κατεργασία σίδερο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: